5


Translate

14 Νοε 2019

Η ομίχλη, τα φαντάσματα και η αθανασία της ψυχής…

Η ομίχλη, που έπεφτε βαριά πάνω στη γη, ήταν για τους Σλάβους οι ψυχές των πεθαμένων, που αναδύονταν από τον Κάτω Κόσμο, για να τιμωρήσουν τους ανθρώπους για τις ανομολόγητες αμαρτίες τους. Γι’ αυτό η ομίχλη είναι πάντοτε βαριά και πνιγηρή και γι’ αυτό, όταν πέφτει η καταχνιά, οι άνθρωποι γίνονται βαρύθυμοι και θλιμμένοι.
Στην Πολωνία, όπως και στην Ελλάδα, πίστευαν ότι το αίμα του σκοτωμένου και ιδίως του άγρια δολοφονημένου, βογκούσε και έκλαιγε όλη τη νύχτα στο μέρος που χύθηκε ζεστό. Προκειμένου να σωπάσει ο κοπετός του, θα έπρεπε να ποτιστεί με δάκρυα το χώμα. Έτσι, μαζεύονταν στον τόπο του φονικού οι συγγενείς του και ξεσπούσαν σε κλάματα γοερά.
Επειδή, όπως πίστευαν, το αίμα ζωντάνευε τις “σημαδεμένες νύχτες” – και σημαδεμένες νύχτες έλεγαν τις νύχτες που είχαν ώρες κακές και οιωνούς βαρείς – έπρεπε οι γυναίκες που μοιρολογούσαν, να βαστούν επάνω τους ένα μάτσο από βότανα ή να κρατούν στην τσέπη τους ένα κομμάτι από γογγύλι, πάνω στο οποίο είχαν προηγουμένως καρφώσει τρία σπόρια κριθάρι. Έτσι μονάχα το αίμα του δολοφονημένου δε θα ζωντάνευε.
Ακόμη, φρονούσαν ότι τη Νύχτα των Ψυχών, ξημερώνοντας 1η Νοεμβρίου, δεν έπρεπε να πέσει ξύδι στον τόπο του φονικού, γιατί το αίμα του νεκρού τσίριζε, έσκουζε και κάπνιζε, σαν να έπεσε επάνω σε πυρωμένο σίδερο. Και αυτό συνέβαινε γιατί οι ψυχές των πεθαμένων καίγονταν και πονούσαν.
Υπάρχουν, όμως, και πολλές παραδόσεις που αναφέρουν ότι το αίμα του σκοτωμένου ζωντάνεψε, τυλίχτηκε σαν κόκκινο φίδι πάνω στους περαστικούς διαβάτες, που άκουσαν τους θρήνους κι έτρεξαν να ιδούνε τι συνέβη και τελικά τους έπνιξε.
Μα, και την Ελλάδα επικρατούσε μια παράδοση, που ήθελε τους θαμμένους θησαυρούς με τον καιρό να στοιχειώνουν. Κι ότι ξεπηδούσε από τη γη μια ανθρωπόμορφη σκιά, που ήταν ο φύλακας του πολύτιμου φορτίου, που δεν άφηνε κανέναν να κοντοζυγώσει.
Εμφανίσεις φαντασμάτων αναφέρονται ακόμη και στα ιερά βιβλία, όπως και στην Αγία Γραφή.
Για παράδειγμα, η Αγία Θηρεσία, ενώ ήταν μια μέρα γονατιστή εμπρός στο προσευχητάριό της, είδε έξαφνα να της εμφανίζεται ο Διάβολος, με τέτοια αποκρουστική μορφή, που της προξένησε φρίκη και αποτροπιασμό. Αφού πήγε και κάθισε στα αριστερά της, άρχισε να της μιλάει με ένα πελώριο μαύρο στόμα, που την έκανε να ανατριχιάσει, ενώ το σώμα του ήταν κατάφωτο από μια λάμψη απροσδιόριστη και ζωηρή.
Ο Διάβολος ψιθύριζε στην Αγία Θηρεσία ότι του είχε ξεφύγει και ότι κατείχε τον τρόπο να την ξαναπιάσει. Η Αγία καταλήφθηκε από τρόμο απερίγραπτο. Άρχισε να επικαλείται το όνομα του Θεού κι έτσι, κατόρθωσε να κάνει τον Σατανά να χαθεί από το πλάι της, σαν πηχτός καπνός. Αλλά δεν πέρασε πολλή ώρα και πάλι ξαναφάνηκε, απαίσιος και φριχτός.
Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές, αλλά η θεοσεβούμενη γυναίκα δε λιγοψύχησε. Πήρε αγιασμό, ράντισε ολούθε γύρω της κι έτσι γλίτωσε από την τρισκατάρατη οντότητα.
Δεν πιστεύουν μόνο οι Χριστιανοί σε φαντάσματα, αλλά και οι αλλόθρησκοι.
Μια παλαιότατη τουρκική παράδοση, για ένα τζαμί της Τραπεζούντας, ανέφερε τα εξής:
Στη σκιά ενός μεγάλου δέντρου, είχε κοιμηθεί ένα μεσημέρι ένας γέρος Χότζας. Στο στήθος του είχε ένα φυλαχτό ανεκτίμητο, μέσα σε μαλαματένια θήκη. Διαβάτες που περνούσαν από εκεί, σκότωσαν τον Χότζα, άρπαξαν το πολύτιμο φυλαχτό του και τον έθαψαν στη ρίζα του μεγάλου δέντρου.
Έπειτα από πολύ καιρό, ο Πασάς της Τραπεζούντας θέλησε να χτίσει ένα τζαμί και ζητούσε ξύλα γερά και στερεά. Έκοψαν πολλά από τα γύρω σύδεντρα μέρη και μαζί με τ’ άλλα και το μεγάλο δέντρο, που στη ρίζα του σκοτώθηκε, ληστεύθηκε και θάφτηκε ο Χότζας. Μάλιστα, από το δέντρο αυτό έβγαλαν ένα μεγάλο ντερέκι, μια δοκό δηλαδή, τόσο καλή και ίσια, που αποφάσισαν να τη βάλουν στη μέση, για κεντρικό στήριγμα όλης της οικοδομής.
Καθώς το πελεκούσαν οι μάστορες, όμως, τα εργαλεία τους κοκκίνιζαν, σαν να τα βουτούσαν μες στο αίμα. Το στερέωσαν με τα πολλά καταμεσής του τζαμιού κι αυτό δεν έπαψε να σταλάζει αίμα για χρόνια ολόκληρα. Ο κόσμος είχε πια τρομάξει και δεν ήξερε τι να σκεφτεί.
Όταν κάποτε ένας γέρος Δερβίσης, που είχε έρθει από μακριά, κοιμήθηκε μια νύχτα μέσα στο τζαμί, είπε το πρωί πως όλο το βράδυ το δοκάρι έτριζε σαν να ήταν έτοιμο να τσακιστεί, ενώ παράδοξα βογκητά ακούγονταν και θρήνοι μακρόσυρτοι και θλιβεροί.
Όσοι δεν τον πίστεψαν, κλείστηκαν κι εκείνοι το επόμενο βράδυ στο τζαμί και άκουγαν το αιματοστάλαχτο δοκάρι να σείεται και να τραντάζεται, ενώ ένα παραπονεμένο κλάμα ξεσπούσε, προξενώντας τους ανατριχίλα.
Όλα αυτά θεωρήθηκαν υπερφυσικά και ανεξήγητα κι έτσι, συγκεντρώθηκαν όλοι οι σοφοί Μουσουλμάνοι για να τα ερμηνεύσουν. Νήστεψαν, λοιπόν, σαράντα μερόνυχτα κλεισμένοι μέσα στο τζαμί και προσευχόμενοι στον Αλλάχ να τους εξηγηθεί το αλλόκοτο τούτο θαύμα.
Την τελευταία νύχτα, σαν πήρε να χαράζει το πρώτο φως, άνοιξε η πόρτα του τζαμιού και φάνηκαν οι σοφοί Μουσουλμάνοι, ωχροί, κομμένοι και λειψανιασμένοι, τόσο που προκαλούσαν τρόμο!
Δίχως να πουν τίποτε άλλο, ζήτησαν φτυάρια και τσαπιά και τράβηξαν αυτοί μπροστά αμίλητοι και ξοπίσω όλος ο κόσμος, που λαχταρούσε αγωνιωδώς να μάθει τι στοίχειωνε το τζαμί τους.
Η πένθιμη αυτή πομπή κατέληξε εκεί που είχε θαφτεί ο δολοφονημένος Χότζας, κάτω απ’ τη ρίζα του άλλοτε αγέρωχου δέντρου, που κόπηκε κατόπιν, για γίνει το κεντρικό δοκάρι του τζαμιού. Έσκαψαν, λοιπόν, βαθιά και βρήκαν το κορμί του ακέραιο και άλιωτο, σαν να είχε πέσει σε ύπνο βαθύ για χρόνια ολάκερα. Δίπλα του ήταν ένα χέρι κομμένο, ξερό σαν ξυλιασμένο, που κράταγε το μαλαματένιο φυλαχτό, το οποίο του το είχαν κλέψει.
Αμέσως οι σοφοί Μουσουλμάνοι φόρεσαν το πολύτιμο κόσμημα στο σώμα του Χότζα και ευθύς το κορμί του έλιωσε κι έγινε χώμα και η ψυχή του βρήκε την ανάπαυση που ποθούσε.
Την ίδια στιγμή, το κομμένο χέρι του δολοφόνου μαύρισε, στριφογύρισε, καρκάνιασε, σαν να το είχαν πετάξει πάνω σε δυνατή φωτιά κι έγινε ένα κατάμαυρο αιματοβαμμένο κουβάρι. Κι έμεινε εκεί, καταραμένο στον αιώνα τον άπαντα.
Εκτός των παραδόσεων αυτών, οι Τούρκοι πίστευαν και στα Τζίνια, ψυχές ή δαιμόνια, που φανερώνονταν σε μέρη έρημα, πάνω σε μεγάλους βράχους, τα μεσημέρια του καλοκαιριού.
Σε μια άλλη περίπτωση, ο Κλέβις Ουγκ, σε μια επιστολή που είχε στείλει στον Camille Flammarion, τον διακεκριμένο Γάλλο επιστήμονα και πρωτοπόρο ερευνητή της Ψυχολογίας και της Παραψυχολογίας, ανέφερε σχετικώς τα εξής:
Camille Flammarion (26/02/1842 - 03/06/1925)
Camille Flammarion (26/02/1842 – 03/06/1925)
“Το 1871, εξαιτίας ενός άρθρου που είχα γράψει, είχα καταδικαστεί σε πολυετή φυλάκιση στις φυλακές του Αγίου Πέτρου της Μασσαλίας. Στην ίδια φυλακή ήταν φυλακισμένος και ο Γκαστόν Κρεμιέ, καταδικασμένος σε θάνατο. Τον αγαπούσα, γιατί βρέθηκε να έχουμε τα ίδια γούστα και την ίδια ιδεολογία. Όποτε συναντιόμασταν, συζητούσαμε για τον Θεό και για την αθανασία της ψυχής.
Μια μέρα, λοιπόν, που μερικοί κρατούμενοι κήρυτταν πως δεν υπάρχει Θεός και αθανασία της ψυχής, εκείνος γύρισε και μου είπε:
“Άκουσε, φίλε μου, σου υπόσχομαι, όταν με τουφεκίσουν, να έρθω στο κελί σου και να σου αποδείξω την παρουσία μου με αναμφισβήτητα στοιχεία”.
Ήταν πρωί της 30ης Νοεμβρίου, όταν αναγκάστηκα να πεταχτώ απ’ το κρεβάτι μου, γιατί άκουσα σφοδρά χτυπήματα πάνω στο τραπέζι μου. Γύρισα, μα δεν είδα τίποτα.
Θέλησα να ξανακοιμηθώ, μα οι ίδιοι κρότοι, δυνατότεροι ακόμα, δε με άφησαν να κλείσω μάτι. Βάδισα έντρομος, όσο και κατάπληκτος, προς το τραπέζι, όπου συνειδητοποίησα πως οι χτύποι προέρχονταν από εκεί, αλλά το σοκαριστικό ήταν ότι δεν μπορούσα να διακρίνω ποιος τους προξενούσε. Το πρωί, τελικά, οι φύλακες με ενημέρωσαν πως ο καλός μου φίλος είχε εκτελεστεί και πως ακόμα και την ύστατη ώρα του, είχε αποδειχτεί παλικάρι.
Βαθιά μέσα μου ξέρω πως οι χτύποι αυτοί ήταν οι αποδείξεις που μου είχε υποσχεθεί για τη μεταθανάτια ζωή και την αθανασία της ψυχής. Το ξέρω, το πιστεύω και τίποτα άλλο δεν έχω να εξηγήσω σε κανέναν”.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 22/11/1928…
Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "ΜΠΟΥΚΕΤΟ", στις 22/11/1928
Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 22/11/1928
πηγη strangepress.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου