Ο Ένιο Μορικόνε (Ennio
Morricone) ήταν ιταλός συνθέτης, ενορχηστρωτής και μαέστρος, από τους
σπουδαιότερους και επιδραστικότερους συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής.
Με το πληθωρικό έργο του διαμόρφωσε την πορεία της κινηματογραφικής
μουσικής κι ενέπνευσε συνθέτες και σκηνοθέτες σ’ όλο τον κόσμο για
πολλές γενιές.
Επηρεασμένος από τις μουσικές πρωτοπορίες του 20ου αιώνα, αλλά και από τη μουσική του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, διαμόρφωσε στη δεκαετία του ‘60 τον ήχο των σπαγγέτι-γουέστερν, μέσα από τη συνεργασία του με τον παιδικό φίλο και συμμαθητή του Σέρτζιο Λεόνε. Συνένωσε τον ήχο της κιθάρας με σφυρίγματα, κραυγές ζώων, απόκοσμες φωνές, αλλά και άγνωστα στους πολλούς μουσικά όργανα.
Ο Μορικόνε υπέγραψε περισσότερα από 500 σάουντρακ για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, πάνω από 100 συνθέσεις λόγιας («κλασικής») μουσικής, αλλά και τραγούδια που ερμήνευσαν μεγάλα ονόματα του διεθνούς πενταγράμμου, όπως η Μίνα, η Ρίτα Παβόνε, ο Τζίμι Φοντάνα, ο Πολ Άνκα και η Τζόαν Μπαέζ. Συνέθεσε μουσική για όλα τα είδη ταινιών – από ταινίες τρόμου μέχρι κωμωδίες – ενώ κάποιες από τις συνθέσεις του είναι πιο διάσημες από τις ίδιες τις ταινίες στις οποίες ακούστηκαν.
Άφησε πίσω του μία τεράστια μουσική κληρονομιά, γράφοντας μεγάλες στιγμές της κινηματογραφικής ιστορίας μέσα από ταινίες όπως «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος», «Για Μια Χούφτα Δολάρια», «Κάποτε στη Δύση» και «Κάποτε στην Αμερική» του Σέρτζιο Λεόνε,
«Συμμορία των Σικελών» του Ανρί Βερνέιγ, «Μέρες Ευτυχίας» του Τέρενς Μάλικ, «Αποστολή» του Ρόλαντ Τζόφι, «Οι Αδιάφθοροι» του Μπράιαν Ντε Πάλμα, «Ο Επαγγελματίας» του Ζορζ Λοτνέρ, «Σινεμά ο Παράδεισος» και «Μαλένα» του Τζουζέπε Τορνατόρε.
Το 2007 τιμήθηκε με Όσκαρ από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου για τη συνολική προσφορά του στην τέχνη της κινηματογραφικής μουσικής. Τελικά, βραβεύτηκε με Όσκαρ το 2016, με την έκτη υποψηφιότητά του, για το σάουντρακ της ταινίας του Κουέντιν Ταραντίνο, «Οι Μισητοί Οκτώ».
Ο Ένιο Μορικόνε γεννήθηκε στη Ρώμη στις 10 Νοεμβρίου 1928. Ο πρώτος δάσκαλός του στη μουσική ήταν ο πατέρας του Μάριο Μορικόνε, ο οποίος έπαιζε τρομπέτα σε μικρές ορχήστρες. Ξεκίνησε να συνθέτει σε ηλικία 6 ετών και στα 12 του έγινε δεκτός στην Ακαδημία της Αγίας Καικιλίας (το παλαιότερο ωδείο του κόσμου), όπου έλαβε μαθήματα τρομπέτας από τον Ουμπέρτο Σεμπρόνι, σύνθεσης και χορωδιακής μουσικής υπό την καθοδήγηση του κλασικού συνθέτη Γκοφρέντο Πετράσι.
Άρχισε να γράφει μουσική για το θέατρο και το ραδιόφωνο, αλλά και έργα λόγιας μουσικής για φωνή και πιάνο, όπως το «Imitazione», βασισμένο σε κείμενο του ιταλού ποιητή Τζιάκομο Λεοπάρντι. Αργότερα έγινε ενορχηστρωτής σε στούντιο ηχογράφησης για δισκογραφικές εταιρείες και συνεργάστηκε με ορισμένους από τους πιο γνωστούς αστέρες της ιταλικής ποπ των δεκαετιών ‘50 και ‘60. Παράλληλα, έγραφε κινηματογραφική μουσική για λογαριασμό άλλων συνθετών, προτού υπογράψει με το δικό του όνομα τη μουσική επένδυση της ταινίας του Λουτσιάνο Σάλτσε «Ο Φασίστας» («Il Federale»), το 1961.
Το 1963 ήταν μία χρονιά-ορόσημο για τη μουσική του διαδρομή. Γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη Σέρτζιο Λεόνε, ο οποίος του ζήτησε να γράψει μουσική για την πρώτη ταινία της διάσημης τριλογίας του («Για μια χούφτα δολάρια», «Μονομαχία στο Ελ Πάσο», «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος»). Λόγω του περιορισμένου προϋπολογισμού της παραγωγής, ο Μορικόνε δεν είχε πρόσβαση σε μεγάλη ορχήστρα και γι’ αυτό χρησιμοποίησε πυροβολισμούς, περίεργα πρωτότυπα κρουστά, κουδούνια, σφυρίχτρες, χορωδία, άρπες, μία σπαρακτική και συνάμα ειρωνική μουσική, που ταιριάζει απόλυτα στον ήρωα της ταινίας, τον σκληρό και μυστηριώδη τύπο, τον «Άνθρωπο Δίχως Όνομα», τον οποίο υποδύεται ο Κλιντ Ίστγουντ.
Η τεράστια επιτυχία της ταινίας σ’ όλο τον κόσμο συντέλεσε στην καθιέρωση και την ακμή του «γουέστερν-σπαγγέτι» τη δεκαετία του ‘60, κερδίζοντας κατά κράτος τα γουέστερν του Χόλιγουντ, που ήδη ως κινηματογραφικό είδος θεωρείτο ξεπερασμένο. Παράλληλα, εκτόξευσε τις καριέρες του Μορικόνε, του Λεόνε, αλλά και του Ίστγουντ.
Θα ακολουθήσουν με την ίδια επιτυχία οι ταινίες «Μονομαχία στο Ελ Πάσο» και «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», στην οποία η μουσική του Μορικόνε θα ξεπεράσει κάθε προσδοκία και θα βάλει τη μουσική του σε κάθε σπίτι, σε κάθε στόμα νεαρού, που προσπαθεί να σφυρίξει την παράξενη μελωδία, ειδικά αυτή της τελικής μονομαχίας. Ίσως το διασημότερο σάουντρακ του Μορικόνε, ο οποίος συνδυάζει ένα κλασικό θέμα με ηλεκτρικές κιθάρες, φυσαρμόνικες στη διαπασών και σπαραξικάρδιες φωνές.
Μετά και τη συνεργασία τους στην αριστουργηματική ταινία του Λεόνε «Κάποτε στην Δύση», ο Ένιο Μορικόνε θα αναγνωριστεί ως ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής και θα γίνει ένας από τους πιο περιζήτητους συνθέτες στον κινηματογράφο, με σκηνοθέτες απ’ όλον τον κόσμο να του χτυπούν την πόρτα: Τζον Χιούστον, Τζον Μπούρμαν, Τέρενς Μάλικ, Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, Μπάρι Λέβινσον, Γουόρεν Μπίτι, Όλιβερ Στόουν, Ρομάν Πολάνσκι και Φράνκο Τζεφιρέλι.
Ο ίδιος είχε πει ότι είχε μετανιώσει που δεν συνεργάστηκε ποτέ με τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ. «Με είχε καλέσει για να γράψω μουσική για το “Κουρδιστό Πορτοκάλι” και είχα δεχτεί. Δεν ήθελε να έρθει στη Ρώμη, γιατί δεν του άρεσαν τα αεροπλάνα. Και μετά τηλεφώνησε στον Σέρτζιο Λεόνε, ο οποίος του είπε ότι ήμουν απασχολημένος, συνεργαζόμενος με εκείνον. Δεν με ξαναπήρε ποτέ», είχε πει σε μία συνέντευξή του.
Τα επόμενα χρόνια προσπάθησε να αποβάλει τη σύνδεση του ονόματός του με τα «σπαγγέτι – γουέστερν» υπενθυμίζοντας στο κοινό ότι είχε μία πολύ δημιουργική και παραγωγική ζωή προτού και μετά τις ταινίες που έκανε με τον Λεόνε. «Δεν καταλαβαίνω πώς, έπειτα από όλες τις ταινίες που έχω κάνει, ο κόσμος εξακολουθεί να σκέφτεται το “Για μια χούφτα δολάρια”. Ο κόσμος έχει κολλήσει στο παρελθόν, πριν από 30 χρόνια», έλεγε σε μια συνέντευξή του το 2007 ο «Μαέστρο», όπως ήταν γνωστός στην Ιταλία. «Η παραγωγή μου για ταινίες γουέστερν είναι ίσως 7,5 ή 8% του συνολικού μου έργου», σημείωνε.
Ένα από τα πιο εμβληματικά του σάουντρακ ήταν για την ταινία του «Η Αποστολή» (1986) του Ρόλαντ Τζόφι, για την οποία προτάθηκε για Όσκαρ και βραβεύτηκε με Χρυσή Σφαίρα. Για να ντύσει μουσικά την ταινία που αναφερόταν στις αποστολές των Ιησουιτών στη Νότια Αμερική τον 18ο αιώνα, ο Μορικόνε χρησιμοποίησε χορικά από λειτουργίες ευρωπαϊκού τύπου και τύμπανα ιθαγενών για να επικοινωνήσει τη μέθεξη του νέου με τον παλιό κόσμο.
Από το κινηματογραφικό του έργο ξεχωρίζουν επίσης οι μουσικές για τα γκαγκστερικά φιλμ «Κάποτε στην Αμερική» του Σέρτζιο Λεόνε, «Οι Αδιάφθοροι» του Μπράιαν Ντε Πάλμα και «Μπάγκσι» του Μπάρι Λέβινσον. Ειδική αναφορά αξίζει η συνεργασία του με τον συμπατριώτη του σκηνοθέτη Τζουζέπε Τορνατόρε σε πέντε ταινίες και ιδιαιτέρως για το δράμα «Σινεμά Παράδεισος» (1988), το οποίο βραβεύτηκε με Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και το πολεμικό δράμα «Μαλένα» (2000), με πρωταγωνίστρια την εκρηκτική Μόνικα Μπελούτσι.
Ο Μορικόνε ήταν ένας από τους λίγους Ιταλούς που έγινε θρύλος του Χόλιγουντ χωρίς να ζει εκεί. Όπως είχε ο ίδιος εκμυστηρευτεί, ένα στούντιο του είχε κάποτε προσφέρει μία πολυτελή έπαυλη στην Καλιφόρνια, αλλά εκείνος είχε απορρίψει την πρόταση. «Όλοι οι φίλοι μου είναι εδώ, όπως και πολλοί σκηνοθέτες που με αγαπούν και εκτιμούν τη δουλειά μου. Η Ρώμη είναι το σπίτι μου», έλεγε.
Ο «Μαέστρο» ήταν δραστήριος και συναυλιακά. Με μικρές και μεγάλες ορχήστρες έδινε το παρών σχεδόν κάθε χρόνο με επιλογές από το κινηματογραφικό, αλλά και το κλασικό του ρεπερτόριο. Είχε εμφανιστεί αρκετές φορές και στη χώρα μας.
Ο Ένιο Μορικόνε άφησε την τελευταία του πνοή σε ιδιωτικό νοσοκομείο της Ρώμης στις 6 Ιουλίου 2020, σε ηλικία 91 ετών. Νοσηλευόταν με κατάγματα, ύστερα από πτώση στο σπίτι του.
Πηγή sansimera.gr
Επηρεασμένος από τις μουσικές πρωτοπορίες του 20ου αιώνα, αλλά και από τη μουσική του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, διαμόρφωσε στη δεκαετία του ‘60 τον ήχο των σπαγγέτι-γουέστερν, μέσα από τη συνεργασία του με τον παιδικό φίλο και συμμαθητή του Σέρτζιο Λεόνε. Συνένωσε τον ήχο της κιθάρας με σφυρίγματα, κραυγές ζώων, απόκοσμες φωνές, αλλά και άγνωστα στους πολλούς μουσικά όργανα.
Ο Μορικόνε υπέγραψε περισσότερα από 500 σάουντρακ για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, πάνω από 100 συνθέσεις λόγιας («κλασικής») μουσικής, αλλά και τραγούδια που ερμήνευσαν μεγάλα ονόματα του διεθνούς πενταγράμμου, όπως η Μίνα, η Ρίτα Παβόνε, ο Τζίμι Φοντάνα, ο Πολ Άνκα και η Τζόαν Μπαέζ. Συνέθεσε μουσική για όλα τα είδη ταινιών – από ταινίες τρόμου μέχρι κωμωδίες – ενώ κάποιες από τις συνθέσεις του είναι πιο διάσημες από τις ίδιες τις ταινίες στις οποίες ακούστηκαν.
Άφησε πίσω του μία τεράστια μουσική κληρονομιά, γράφοντας μεγάλες στιγμές της κινηματογραφικής ιστορίας μέσα από ταινίες όπως «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος», «Για Μια Χούφτα Δολάρια», «Κάποτε στη Δύση» και «Κάποτε στην Αμερική» του Σέρτζιο Λεόνε,
«Συμμορία των Σικελών» του Ανρί Βερνέιγ, «Μέρες Ευτυχίας» του Τέρενς Μάλικ, «Αποστολή» του Ρόλαντ Τζόφι, «Οι Αδιάφθοροι» του Μπράιαν Ντε Πάλμα, «Ο Επαγγελματίας» του Ζορζ Λοτνέρ, «Σινεμά ο Παράδεισος» και «Μαλένα» του Τζουζέπε Τορνατόρε.
Το 2007 τιμήθηκε με Όσκαρ από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου για τη συνολική προσφορά του στην τέχνη της κινηματογραφικής μουσικής. Τελικά, βραβεύτηκε με Όσκαρ το 2016, με την έκτη υποψηφιότητά του, για το σάουντρακ της ταινίας του Κουέντιν Ταραντίνο, «Οι Μισητοί Οκτώ».
Ο Ένιο Μορικόνε γεννήθηκε στη Ρώμη στις 10 Νοεμβρίου 1928. Ο πρώτος δάσκαλός του στη μουσική ήταν ο πατέρας του Μάριο Μορικόνε, ο οποίος έπαιζε τρομπέτα σε μικρές ορχήστρες. Ξεκίνησε να συνθέτει σε ηλικία 6 ετών και στα 12 του έγινε δεκτός στην Ακαδημία της Αγίας Καικιλίας (το παλαιότερο ωδείο του κόσμου), όπου έλαβε μαθήματα τρομπέτας από τον Ουμπέρτο Σεμπρόνι, σύνθεσης και χορωδιακής μουσικής υπό την καθοδήγηση του κλασικού συνθέτη Γκοφρέντο Πετράσι.
Άρχισε να γράφει μουσική για το θέατρο και το ραδιόφωνο, αλλά και έργα λόγιας μουσικής για φωνή και πιάνο, όπως το «Imitazione», βασισμένο σε κείμενο του ιταλού ποιητή Τζιάκομο Λεοπάρντι. Αργότερα έγινε ενορχηστρωτής σε στούντιο ηχογράφησης για δισκογραφικές εταιρείες και συνεργάστηκε με ορισμένους από τους πιο γνωστούς αστέρες της ιταλικής ποπ των δεκαετιών ‘50 και ‘60. Παράλληλα, έγραφε κινηματογραφική μουσική για λογαριασμό άλλων συνθετών, προτού υπογράψει με το δικό του όνομα τη μουσική επένδυση της ταινίας του Λουτσιάνο Σάλτσε «Ο Φασίστας» («Il Federale»), το 1961.
Το 1963 ήταν μία χρονιά-ορόσημο για τη μουσική του διαδρομή. Γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη Σέρτζιο Λεόνε, ο οποίος του ζήτησε να γράψει μουσική για την πρώτη ταινία της διάσημης τριλογίας του («Για μια χούφτα δολάρια», «Μονομαχία στο Ελ Πάσο», «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος»). Λόγω του περιορισμένου προϋπολογισμού της παραγωγής, ο Μορικόνε δεν είχε πρόσβαση σε μεγάλη ορχήστρα και γι’ αυτό χρησιμοποίησε πυροβολισμούς, περίεργα πρωτότυπα κρουστά, κουδούνια, σφυρίχτρες, χορωδία, άρπες, μία σπαρακτική και συνάμα ειρωνική μουσική, που ταιριάζει απόλυτα στον ήρωα της ταινίας, τον σκληρό και μυστηριώδη τύπο, τον «Άνθρωπο Δίχως Όνομα», τον οποίο υποδύεται ο Κλιντ Ίστγουντ.
Η τεράστια επιτυχία της ταινίας σ’ όλο τον κόσμο συντέλεσε στην καθιέρωση και την ακμή του «γουέστερν-σπαγγέτι» τη δεκαετία του ‘60, κερδίζοντας κατά κράτος τα γουέστερν του Χόλιγουντ, που ήδη ως κινηματογραφικό είδος θεωρείτο ξεπερασμένο. Παράλληλα, εκτόξευσε τις καριέρες του Μορικόνε, του Λεόνε, αλλά και του Ίστγουντ.
Θα ακολουθήσουν με την ίδια επιτυχία οι ταινίες «Μονομαχία στο Ελ Πάσο» και «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», στην οποία η μουσική του Μορικόνε θα ξεπεράσει κάθε προσδοκία και θα βάλει τη μουσική του σε κάθε σπίτι, σε κάθε στόμα νεαρού, που προσπαθεί να σφυρίξει την παράξενη μελωδία, ειδικά αυτή της τελικής μονομαχίας. Ίσως το διασημότερο σάουντρακ του Μορικόνε, ο οποίος συνδυάζει ένα κλασικό θέμα με ηλεκτρικές κιθάρες, φυσαρμόνικες στη διαπασών και σπαραξικάρδιες φωνές.
Μετά και τη συνεργασία τους στην αριστουργηματική ταινία του Λεόνε «Κάποτε στην Δύση», ο Ένιο Μορικόνε θα αναγνωριστεί ως ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής και θα γίνει ένας από τους πιο περιζήτητους συνθέτες στον κινηματογράφο, με σκηνοθέτες απ’ όλον τον κόσμο να του χτυπούν την πόρτα: Τζον Χιούστον, Τζον Μπούρμαν, Τέρενς Μάλικ, Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, Μπάρι Λέβινσον, Γουόρεν Μπίτι, Όλιβερ Στόουν, Ρομάν Πολάνσκι και Φράνκο Τζεφιρέλι.
Ο ίδιος είχε πει ότι είχε μετανιώσει που δεν συνεργάστηκε ποτέ με τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ. «Με είχε καλέσει για να γράψω μουσική για το “Κουρδιστό Πορτοκάλι” και είχα δεχτεί. Δεν ήθελε να έρθει στη Ρώμη, γιατί δεν του άρεσαν τα αεροπλάνα. Και μετά τηλεφώνησε στον Σέρτζιο Λεόνε, ο οποίος του είπε ότι ήμουν απασχολημένος, συνεργαζόμενος με εκείνον. Δεν με ξαναπήρε ποτέ», είχε πει σε μία συνέντευξή του.
Τα επόμενα χρόνια προσπάθησε να αποβάλει τη σύνδεση του ονόματός του με τα «σπαγγέτι – γουέστερν» υπενθυμίζοντας στο κοινό ότι είχε μία πολύ δημιουργική και παραγωγική ζωή προτού και μετά τις ταινίες που έκανε με τον Λεόνε. «Δεν καταλαβαίνω πώς, έπειτα από όλες τις ταινίες που έχω κάνει, ο κόσμος εξακολουθεί να σκέφτεται το “Για μια χούφτα δολάρια”. Ο κόσμος έχει κολλήσει στο παρελθόν, πριν από 30 χρόνια», έλεγε σε μια συνέντευξή του το 2007 ο «Μαέστρο», όπως ήταν γνωστός στην Ιταλία. «Η παραγωγή μου για ταινίες γουέστερν είναι ίσως 7,5 ή 8% του συνολικού μου έργου», σημείωνε.
Ένα από τα πιο εμβληματικά του σάουντρακ ήταν για την ταινία του «Η Αποστολή» (1986) του Ρόλαντ Τζόφι, για την οποία προτάθηκε για Όσκαρ και βραβεύτηκε με Χρυσή Σφαίρα. Για να ντύσει μουσικά την ταινία που αναφερόταν στις αποστολές των Ιησουιτών στη Νότια Αμερική τον 18ο αιώνα, ο Μορικόνε χρησιμοποίησε χορικά από λειτουργίες ευρωπαϊκού τύπου και τύμπανα ιθαγενών για να επικοινωνήσει τη μέθεξη του νέου με τον παλιό κόσμο.
Από το κινηματογραφικό του έργο ξεχωρίζουν επίσης οι μουσικές για τα γκαγκστερικά φιλμ «Κάποτε στην Αμερική» του Σέρτζιο Λεόνε, «Οι Αδιάφθοροι» του Μπράιαν Ντε Πάλμα και «Μπάγκσι» του Μπάρι Λέβινσον. Ειδική αναφορά αξίζει η συνεργασία του με τον συμπατριώτη του σκηνοθέτη Τζουζέπε Τορνατόρε σε πέντε ταινίες και ιδιαιτέρως για το δράμα «Σινεμά Παράδεισος» (1988), το οποίο βραβεύτηκε με Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και το πολεμικό δράμα «Μαλένα» (2000), με πρωταγωνίστρια την εκρηκτική Μόνικα Μπελούτσι.
Ο Μορικόνε ήταν ένας από τους λίγους Ιταλούς που έγινε θρύλος του Χόλιγουντ χωρίς να ζει εκεί. Όπως είχε ο ίδιος εκμυστηρευτεί, ένα στούντιο του είχε κάποτε προσφέρει μία πολυτελή έπαυλη στην Καλιφόρνια, αλλά εκείνος είχε απορρίψει την πρόταση. «Όλοι οι φίλοι μου είναι εδώ, όπως και πολλοί σκηνοθέτες που με αγαπούν και εκτιμούν τη δουλειά μου. Η Ρώμη είναι το σπίτι μου», έλεγε.
Ο «Μαέστρο» ήταν δραστήριος και συναυλιακά. Με μικρές και μεγάλες ορχήστρες έδινε το παρών σχεδόν κάθε χρόνο με επιλογές από το κινηματογραφικό, αλλά και το κλασικό του ρεπερτόριο. Είχε εμφανιστεί αρκετές φορές και στη χώρα μας.
Ο Ένιο Μορικόνε άφησε την τελευταία του πνοή σε ιδιωτικό νοσοκομείο της Ρώμης στις 6 Ιουλίου 2020, σε ηλικία 91 ετών. Νοσηλευόταν με κατάγματα, ύστερα από πτώση στο σπίτι του.
Πηγή sansimera.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου