Πώς έναν αιώνα πριν η πύρινη καταστροφή έβγαλε τη Θεσσαλονίκη μακροπρόθεσμα κερδισμένη
Το 1917 η
Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη που ζούσε υπό «ιδιόμορφες συνθήκες». Μόλις
πέντε χρόνια μετά την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος ήταν η έδρα της
προσωρινής κυβέρνησης του Ελευθέριου Βενιζέλου, ενώ ο πληθυσμός της
είχε μέσα σε μερικούς μήνες υπερδιπλασιαστεί εξαιτίας της αποβίβασης και
στρατοπέδευσης σε αυτήν 200.000 Άγγλων, Γάλλων, Σέρβων και Ρώσων
στρατιωτών,
καθώς και προσφύγων από την Ανατολική Μακεδονία.
Ήταν μια πόλη «γραφική και μαγευτική, ευρωπαϊκή στην παραλία, με πύργους τζαμιών και τρούλους», κατά τον Κάρολο Ντηλ, όπου τα στενοσόκακα στο εσωτερικό της και τα εμβληματικά κτίρια στην παραλιακή οδό συνέδεαν το ανατολίτικό της παρελθόν με τις φιλόδοξες δυτικές προοπτικές.
Τον προηγούμενο αιώνα, και ακόμη περισσότερο τα χρόνια που προηγήθηκαν του 1917, η πόλη ταλαιπωρούταν από συχνές φωτιές που κατά καιρούς έκαψαν εμβληματικά κτίριά της. Όμως καμιά τους δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη ζημιά που προκάλεσε ο «Πύρινος Βαρδάρης» που ξεκίνησε στις 5 Αυγούστου 1917 από την κουζίνα ενός προσφυγικού σπιτιού στην οδό Ολυμπιάδος 3, στις παρυφές της Άνω Πόλης, όταν το τηγάνι μιας νοικοκυράς από προσφυγική οικογένεια που είχε βρει προσωρινό κατάλυμα εκεί πήρε φωτιά την ώρα που μαγείρευε μελιτζάνες. Με τη βοήθεια του βόρειου ανέμου που έπνεε για τρίτη συνεχόμενη μέρα, οι φλόγες πολύ γρήγορα επεκτάθηκαν σε μια διπλανή αποθήκη όπου φυλασσόταν άχυρο κι από κει κατέκαψε το ένα μετά το άλλο περισσότερα από 10.000 κτίρια σε έκταση μισού τετραγωνικού χιλιομέτρου – σχεδόν όλο το κέντρο. Μέσα σε 32 ώρες, η περιοχή ανάμεσα στις οδούς Αγίου Δημητρίου, Αγίας Σοφίας, Εγνατία, Εθνικής Αμύνης, Λεωφόρο Νίκης και βορειοδυτικά της Λέοντος Σοφού, η λεγόμενη κατόπιν «πυρίκαυστος ζώνη», είχε ισοπεδωθεί.
«Το πλήθος της αλλοφροσύνης»
Η μνήμη της «Μεγάλης Φωτιάς» τιμηθηκε δεόντως πέρυσι στη Θεσσαλονίκη, με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα, με εκδηλώσεις, αναπαραστάσεις, ντοκιμαντέρ. Το μέγεθος της υλικής καταστροφής, αλλά κυρίως το πώς εξελίχθηκε η πόλη μετά από αυτήν, θυμίζει σε πολλά σημεία την καταστροφή στο Μάτι και τη συζήτηση που ξεκίνησε για το πώς θα πρέπει να δομηθεί η περιοχή στο εξής. Στη Θεσσαλονίκη του 1917, αν και οι αναφορές σε θύματα συγχύζουν −καθώς άλλοτε είναι μηδενικές και άλλοτε αναφέρονται σε λίγες ανθρώπινες απώλειες γάλλων στρατιωτών−, οι περιγραφές του λόγιου Γεώργιου Βαφόπουλου θυμίζουν σε πολλά τις περιγραφές από τις φωτιές στην Ανατολική Αττική − τηρουμένων των αναλογιών από τη χρονική απόσταση ασφαλώς: «Άνθρωποι με την απόγνωση στο πρόσωπο έτρεχαν σαν τρελοί προσπαθώντας να περισώσουν ό,τι μπορούσαν (...). Η Εγνατία ήταν το μεγάλο κανάλι όπου διοχετεύονταν το πλήθος αυτό της αλλοφροσύνης. Άντρες και γυναίκες κουβαλούσαν όλων των ειδών τα πράγματα. Μητέρες με τα βρέφη στην αγκαλιά τους ξεφώνιζαν ζητώντας βοήθεια. Παιδιά με ορθάνοιχτα τα μάτια από την κατάπληξη και τον τρόμο δεν είχαν την δύναμη ούτε να κλάψουν. Οι θόρυβοι των κάρων (…), οι απεγνωσμένες φωνές και το σπάσιμο των μεγάλων τζαμιών από τις βιτρίνες σκεπαζότανε από τον πάταγο των στεγών που κατέρρεαν (…). Οι κατατρεγμένοι «πυροπαθείς» όπως είχαν ονομαστεί τα θύματα της πυρκαγιάς όλο και κατέβαιναν προς την παραλία ή διέφευγαν προς τα δύο άλλα άκρα. Ο μόλος βρισκότανε μέσα στις φλόγες. Ακόμα και καΐκια που δεν είχαν προλάβει να σαλπάρουν, δεν μπόρεσαν να σωθούν από την φωτιά».
Όπως μοιάζουν πολύ και οι λόγοι που οι πυρκαγιές και στις δύο
περιπτώσεις επεκτάθηκαν τόσο πολύ και τόσο γρήγορα – ένας συνδυασμός
τυχαίων παραγόντων, κακής δόμησης και κακής αντιμετώπισης από τους
υπευθύνους. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Αναστασιάδη, ομότιμο καθηγητή στη
Νομική του ΑΠΘ και συγγραφέα του βιβλίου «Ανεξάντλητη πόλη − Θεσσαλονίκη
1917-1974» (εκδ. University Studio Press, 1996), οι λόγοι που εξαπλώθηκε και τότε η φωτιά πολύ γρήγορα ήταν πολλοί: «Ο
τοπικός άνεμος Βαρδάρης, η τεχνητή θαλασσινή αύρα από την υψηλή
θερμοκρασία σε μεγάλη έκταση της παραθαλάσσιας πόλης, η ασφυκτική
ρυμοτομία με τους στενούς δρόμους και τα ξύλινα σπίτια, η ουσιαστικά
ανύπαρκτη Πυροσβεστική Υπηρεσία, η έλλειψη νερού, η αδυναμία των Αρχών
της πόλης που "οι περιστάσεις είχαν υπερφαλαγγίσει τις δυνατότητές τους"
και η αδράνεια και η αρνητική στάση ορισμένων συμμαχικών δυνάμεων».
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες μάλιστα, αρχικά οι ξένοι στρατιώτες έβγαζαν
φωτογραφίες αντί να βοηθήσουν στην κατάσβεση, ενώ ειδικά οι Γάλλοι
κατηγορήθηκαν ακόμη και πλιάτσικο. Αντίθετα οι Άγγλοι έδειξαν
αυταπάρνηση και βοήθησαν να σωθούν πολλά κτίρια. Ωστόσο, οι όποιες
υπόνοιες ότι η φωτιά ήταν έργο εμπρηστών και δη αλλοδαπών, θεωρήθηκαν
αβάσιμες.
Η Θεσσαλονίκη χαρακτηρίστηκε «Νέα Πομπηία»: Ελάχιστες από τις 10.000 οικοδομές έμειναν ανέπαφες, ενώ οι άστεγοι ξεπέρασαν τους 70.000, οι πλείστοι εκ των οποίων (50.000) ήταν από την μέχρι πρότινος ακμάζουσα και πληθυσμιακά κυρίαρχη εβραϊκή κοινότητα η οποία το 1917 δέχθηκε το πρώτο μεγάλο πλήγμα, μέχρι την τελική εξόντωσή της από τους Ναζί το 1943. Η «Μεγάλη Πυρκαγιά» όπως έμεινε στην Ιστορία της πόλης έκαψε ολοσχερώς πολλά εμβληματικά κτίρια, όπως το Δημαρχείο, το Ταχυδρομείο, τις εταιρείες ύδρευσης και φωταερίου, την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, την Αρχιραββινεία με το αρχείο αιώνων, το Σαατλή τζαμί κ.ά. Πολλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη, και μόνο λίγοι προνομιούχοι που είχαν προλάβει να ασφαλίσουν τις περιουσίες τους έλαβαν συνολικά 4 εκατ. ευρώ σε αποζημιώσεις. «Η πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης υπήρξε η μεγαλύτερη ασφαλιστική καταστροφή του έτους εκείνου σε παγκόσμιο επίπεδο» σύμφωνα με τον ιστορικό Ευάγγελο Χεκίμογλου, καθώς ο ασφαλιστικός κλάδος της πόλης σχεδόν καταστράφηκε από τις επιπτώσεις της φωτιάς.
«Οργιάζει η αυθαίρετος κρίσις τής ατομικής ιδιοκτησίας»
Όσοι άστεγοι παρέμειναν στην πόλη τακτοποιήθηκαν τους επόμενους μήνες σε σκηνές και δημόσια κτίρια. «Τα αντανακλαστικά της κυβέρνησης λειτούργησαν με ασυνήθιστη για ελληνικές κυβερνήσεις ταχύτητα και υπευθυνότητα» αναφέρει ο Γ. Αναστασιάδης. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, έχοντας πλήρη εικόνα της ζημιάς, έβλεπε τη θετική σκοπιά πως η πυρκαγιά ήταν «μια ευκαιρία να σχεδιαστεί μια πόλη αντάξια μιας θαυμάσιας τοποθεσίας, ενός ευημερούντος λιμανιού και της έδρας της διοίκησης της Μακεδονίας». Έτσι, προτού καν σβήσουν οι καπνοί, μόλις έξι μέρες μετά τη φωτιά έγινε σύσκεψη στην Αθήνα για να σχεδιαστεί η επόμενη μέρα. Εκεί, ο τότε υπουργός Συγκοινωνιών Αλέξανδρος Παπαναστασίου έλαβε εντολή να συγκροτήσει μια ομάδα ειδικών για τον πολεοδομικό ανασχεδιασμό της Θεσσαλονίκης. Επικεφαλής της επιτροπής ορίστηκε ο Γάλλος αρχιτέκτονας - πολεοδόμος Ερνέστ Εμπράρ ο οποίος βρισκόταν στην πόλη ως μέλος της γαλλικής αποστολής και ασχολούταν με την αποτύπωση των ρωμαϊκών μνημείων. Ο Εμπράρ είχε ξεκάθαρη αποστολή να δώσει στη Θεσσαλονίκη ευρωπαϊκό προσανατολισμό με ό,τι αυτό σήμαινε για την έως τότε δομή της. Είναι ενδεικτικό ότι ο ίδιος ο Παπαναστασίου φέρεται να έφριττε με τις ανθυγιεινές συνθήκες ζωής στο μέρος που δεν επηρεάστηκε από τις φλόγες. «Τους ανθυγιεινούς όρους δεν δημιούργησεν η πυρκαϊά, αλλ’ η κατάστασις, η οποία υφίσταται εις το ανατολικόν μέρος τής πόλεως. Εις την Θεσσαλονίκην οργιάζει η αυθαίρετος κρίσις τής ατομικής ιδιοκτησίας. Εν μικρόν οικόπεδον εμποδίζει την χρήσιν ενός πολύ μεγαλύτερου οικοπέδου ευρισκομένου εις το ενδότερον του τετραγώνου και ούτω καθ’ εξής» ανέφερε, ενώ ο Βενιζέλος χαρακτήρισε τη φωτιά «Θεία πρόνοια», αφού ο ίδιος για χρόνια προσπαθούσε ανεπιτυχώς να βελτιώσει τη Θεσσαλονίκη τις αισθητικές και υγειονομικές συνθήκες της πόλης, που θεωρούσε –ως είχε ως τότε− ανάξια του ευρωπαϊκού προφίλ που οραματιζόταν για ολόκληρη τη χώρα.
Εννέα μήνες μετά η Μεγάλη Πυρκαγιά, τον Ιούνιο του 1918 ο
Εμπράρ παρέδωσε τα σχέδια που ενθουσίασαν τον Βενιζέλο ο οποίος έβλεπε
πια στη Θεσσαλονίκη του Εμπράρ «μια από τις ωραιότερες της Μεσογείου»,
παρά την κριτική που ασκούταν από άλλες πλευρές διότι χανόταν ο
παραδοσιακός χαρακτήρας και οι πολλαπλοί θρησκευτικοί πυρήνες της ζωής
της πόλης. Από μια οθωμανική, μεσαιωνική πόλη, με ελικοειδή στενά
σοκάκια και αδιέξοδα, η Θεσσαλονίκη θα γινόταν μια σύγχρονη ευρωπαϊκή
πόλη, με ορθολογικά σχεδιασμένη ρυμοτομία, πλατιές λεωφόρους και
ορθογώνια οικόπεδα, απ' όπου το φως και ο αέρας θα διαπερνούσαν μέχρι
μέσα την άλλοτε ανθυγιεινή οθωμανική πόλη.
Μετρό έναν αιώνα πριν
Το αρχικό σχέδιο του Εμπράρ οραματιζόταν πολλές λύσεις για τη Θεσσαλονίκη, ορισμένες από τις οποίες εφαρμόζονται μόλις σήμερα –έναν και κάτι αιώνα μετά−, όπως η γραμμή μετρό που είχε χαραχθεί ακριβώς πάνω στη διαδρομή που υλοποιείται σήμερα. Προέβλεπε επίσης μεταξύ άλλων ένα μεγάλο ποσοστό (περίπου 40%) ελεύθερων χώρων και δημιουργία λεωφόρων μεγάλου πλάτους, έως και 28 μέτρων. Συνολικά, ο Εμπράρ πρότεινε αρχικά την απαλλοτρίωση ολόκληρης της καμένης γης και τη μετατροπή της σε μια διοικητική και επιχειρηματική συνοικία, με τις κατοικίες να μετατοπίζονται στα περίχωρα. Ωστόσο, παρά το όραμα και τη στήριξη της οποίας τύγχανε ο γάλλος αρχιτέκτονας από την κυβέρνηση Βενιζέλου, το αρχικό του σχέδιο ουδέποτε εφαρμόστηκε αφού αφενός δεν υπήρχαν διαθέσιμα κονδύλια κι αφετέρου καταγράφηκαν πολύ ισχυρές πιέσεις από παράγοντες και ιδιοκτήτες γης που μπλόκαραν τις διαδικασίες.
Τελικά, με πολλές μετατροπές και λιγότερους ανοιχτούς χώρους,
το σχέδιο Εμπράρ εγκρίνεται το 1921 με κύρια χαρακτηριστικά την
επικοινωνία των εσωτερικών συνοικιών με τη θάλασσα μέσω της χάραξης
μεγάλων διαμπερών αξόνων για την κίνηση πεζών και αυτοκινήτων και την
ανάδειξη των μνημείων της πόλης. «Η ομάδα των μηχανικών οραματίστηκε
και το μέλλον, με πανεπιστημιούπολη στην εκτός των τειχών ανατολική
περιοχή, με νέο σιδηροδρομικό σταθμό, με μεταφορά και επέκταση του
λιμανιού εκτός του ιστορικού κέντρου, με χωροθέτηση της μεταποίησης στα
δυτικά και των κατοικιών στα ανατολικά με βασικές χαράξεις οδών στα
πρότυπα των ευρωπαϊκών κηπουπόλεων, με μια ακτή δημόσιας χρήσης κάτω από
την λεωφόρο των Εξοχών (σημερινή Βασ. Όλγας), και με μια γραμμή μετρό
από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό ως τη Νέα Ελβετία» ανέφερε σε διάλεξή
του ΤΕΕ/ΤΚΜ για το Σχέδιο Εμπράρ τον περασμένο Απρίλιο η ομότιμη
καθηγήτρια του Τμήματος Αρχιτεκτονικής του ΑΠΘ, Αλέκα Γερόλυμπου.
Έτσι, μετά τη φωτιά που έκαψε το ιστορικό κέντρο, η Θεσσαλονίκη απέκτησε βελτιωμένη όψη με σύγχρονη ρυμοτομία. «Η σημερινή εικόνα του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης, σε αντίθεση με ό,τι σε γενικές γραμμές πιστεύεται, είναι κατά μεγάλο ποσοστό αποτέλεσμα του σχεδίου Εμπράρ, παρά τις πράγματι σημαντικές αποκλίσεις που προέκυψαν στην εφαρμογή του, όπως η αύξηση του αριθμού των ορόφων από πέντε σε εννέα έως δέκα και η μείωση των ελεύθερων χώρων, σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό», σύμφωνα με το ΤΕΕ/ΤΚΜ.
Η φιλόδοξη οπτική του Εμπράρ –που αρχικά προέβλεπε μια αψιδωτή
Place Civique για τη στέγαση δημόσιων κτιρίων, εκεί όπου τη δεκαετία
του ’60 ανευρέθηκε η ρωμαϊκή αγορά, καθώς και μεγάλους κήπους, πάρκα,
και τοξωτά κτήρια στα πρότυπα της παριζιάνικης Rue de Rivoli−
αποτυπώνεται σήμερα εύγλωττα στον ανοιχτό χώρο της Αριστοτέλους με τα
χαρακτηριστικά ημικυκλικά κτίσματα και τους κίονες. Ωστόσο, σύμφωνα με
την κ. Γερολύμπου, η επιρροή του Εμπράρ στην αναζωογονητική αναδόμηση
της πόλης φαίνεται και αλλού, όπως στο δάσος του Σέιχ Σου, στο λιμάνι
που αναπτύχθηκε προς τα δυτικά, στο Πανεπιστήμιο, στο οδικό δίκτυο που
εξορθολογίστηκε, στη ρυμοτομία με τα οικοδομικά τετράγωνα και τους
κάθετους δρόμους, κι ας πύκνωσε αργότερα η πόλη σε έκταση και ύψος την
εποχή της αντιπαροχής. Όπως ανέφερε στη διάλεξή της, «τα πολεοδομικά
σχέδια δεν εφαρμόζονται μεμιάς. Ακόμα και στην περίπτωση της
Θεσσαλονίκης, όπου το κέντρο ήταν "λευκό χαρτί", πέρασαν πολλά χρόνια.
Κι όσο η εφαρμογή πλησιάζει προς το τέλος, τόσο διαρκεί περισσότερο
γιατί αλλάζουν οι απαιτήσεις».
Όσο για τον ίδιο τον Εμπράρ, ως τον θάνατό του, το
1933, παρακολουθούσε την εξέλιξη της Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζοντας την
αρχιτεκτονική «ασήμαντη, αλλά φιλόδοξη». Το όνομά του έχει δοθεί σήμερα
σε έναν μικρό δρόμο στο κέντρο της πόλης.
Κεντρική φωτογραφία: Στη θέση της παλιάς, ασφυκτικής οθωμανικής πολιτείας με τα στενά, ελικοειδή σοκάκια, ο Εμπράρ σχεδίασε μια πόλη με ανοιχτούς χώρους, κάθετους άξονες και πλατιές λεωφόρους, απ’ όπου το φως και ο αέρας θα διαπερνούσαν τα κτίσματα δημιουργώντας καλύτερες συνθήκες υγιεινής.
πηγη athensvoice.gr
καθώς και προσφύγων από την Ανατολική Μακεδονία.
Ήταν μια πόλη «γραφική και μαγευτική, ευρωπαϊκή στην παραλία, με πύργους τζαμιών και τρούλους», κατά τον Κάρολο Ντηλ, όπου τα στενοσόκακα στο εσωτερικό της και τα εμβληματικά κτίρια στην παραλιακή οδό συνέδεαν το ανατολίτικό της παρελθόν με τις φιλόδοξες δυτικές προοπτικές.
Τον προηγούμενο αιώνα, και ακόμη περισσότερο τα χρόνια που προηγήθηκαν του 1917, η πόλη ταλαιπωρούταν από συχνές φωτιές που κατά καιρούς έκαψαν εμβληματικά κτίριά της. Όμως καμιά τους δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη ζημιά που προκάλεσε ο «Πύρινος Βαρδάρης» που ξεκίνησε στις 5 Αυγούστου 1917 από την κουζίνα ενός προσφυγικού σπιτιού στην οδό Ολυμπιάδος 3, στις παρυφές της Άνω Πόλης, όταν το τηγάνι μιας νοικοκυράς από προσφυγική οικογένεια που είχε βρει προσωρινό κατάλυμα εκεί πήρε φωτιά την ώρα που μαγείρευε μελιτζάνες. Με τη βοήθεια του βόρειου ανέμου που έπνεε για τρίτη συνεχόμενη μέρα, οι φλόγες πολύ γρήγορα επεκτάθηκαν σε μια διπλανή αποθήκη όπου φυλασσόταν άχυρο κι από κει κατέκαψε το ένα μετά το άλλο περισσότερα από 10.000 κτίρια σε έκταση μισού τετραγωνικού χιλιομέτρου – σχεδόν όλο το κέντρο. Μέσα σε 32 ώρες, η περιοχή ανάμεσα στις οδούς Αγίου Δημητρίου, Αγίας Σοφίας, Εγνατία, Εθνικής Αμύνης, Λεωφόρο Νίκης και βορειοδυτικά της Λέοντος Σοφού, η λεγόμενη κατόπιν «πυρίκαυστος ζώνη», είχε ισοπεδωθεί.
Η πυρκαγιά του 1917 κατέκαψε σχεδόν ολόκληρο το ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, αφήνοντας 70.000 ανθρώπους δίχως στέγη
Η μνήμη της «Μεγάλης Φωτιάς» τιμηθηκε δεόντως πέρυσι στη Θεσσαλονίκη, με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα, με εκδηλώσεις, αναπαραστάσεις, ντοκιμαντέρ. Το μέγεθος της υλικής καταστροφής, αλλά κυρίως το πώς εξελίχθηκε η πόλη μετά από αυτήν, θυμίζει σε πολλά σημεία την καταστροφή στο Μάτι και τη συζήτηση που ξεκίνησε για το πώς θα πρέπει να δομηθεί η περιοχή στο εξής. Στη Θεσσαλονίκη του 1917, αν και οι αναφορές σε θύματα συγχύζουν −καθώς άλλοτε είναι μηδενικές και άλλοτε αναφέρονται σε λίγες ανθρώπινες απώλειες γάλλων στρατιωτών−, οι περιγραφές του λόγιου Γεώργιου Βαφόπουλου θυμίζουν σε πολλά τις περιγραφές από τις φωτιές στην Ανατολική Αττική − τηρουμένων των αναλογιών από τη χρονική απόσταση ασφαλώς: «Άνθρωποι με την απόγνωση στο πρόσωπο έτρεχαν σαν τρελοί προσπαθώντας να περισώσουν ό,τι μπορούσαν (...). Η Εγνατία ήταν το μεγάλο κανάλι όπου διοχετεύονταν το πλήθος αυτό της αλλοφροσύνης. Άντρες και γυναίκες κουβαλούσαν όλων των ειδών τα πράγματα. Μητέρες με τα βρέφη στην αγκαλιά τους ξεφώνιζαν ζητώντας βοήθεια. Παιδιά με ορθάνοιχτα τα μάτια από την κατάπληξη και τον τρόμο δεν είχαν την δύναμη ούτε να κλάψουν. Οι θόρυβοι των κάρων (…), οι απεγνωσμένες φωνές και το σπάσιμο των μεγάλων τζαμιών από τις βιτρίνες σκεπαζότανε από τον πάταγο των στεγών που κατέρρεαν (…). Οι κατατρεγμένοι «πυροπαθείς» όπως είχαν ονομαστεί τα θύματα της πυρκαγιάς όλο και κατέβαιναν προς την παραλία ή διέφευγαν προς τα δύο άλλα άκρα. Ο μόλος βρισκότανε μέσα στις φλόγες. Ακόμα και καΐκια που δεν είχαν προλάβει να σαλπάρουν, δεν μπόρεσαν να σωθούν από την φωτιά».
Ο δυνατός Βαρδάρης που έπνεε για τρίτη μέρα όταν άναψε η φωτιά, βοήθησε στην πολύ γρήγορη εξάπλωσή της.
Η Θεσσαλονίκη χαρακτηρίστηκε «Νέα Πομπηία»: Ελάχιστες από τις 10.000 οικοδομές έμειναν ανέπαφες, ενώ οι άστεγοι ξεπέρασαν τους 70.000, οι πλείστοι εκ των οποίων (50.000) ήταν από την μέχρι πρότινος ακμάζουσα και πληθυσμιακά κυρίαρχη εβραϊκή κοινότητα η οποία το 1917 δέχθηκε το πρώτο μεγάλο πλήγμα, μέχρι την τελική εξόντωσή της από τους Ναζί το 1943. Η «Μεγάλη Πυρκαγιά» όπως έμεινε στην Ιστορία της πόλης έκαψε ολοσχερώς πολλά εμβληματικά κτίρια, όπως το Δημαρχείο, το Ταχυδρομείο, τις εταιρείες ύδρευσης και φωταερίου, την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, την Αρχιραββινεία με το αρχείο αιώνων, το Σαατλή τζαμί κ.ά. Πολλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη, και μόνο λίγοι προνομιούχοι που είχαν προλάβει να ασφαλίσουν τις περιουσίες τους έλαβαν συνολικά 4 εκατ. ευρώ σε αποζημιώσεις. «Η πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης υπήρξε η μεγαλύτερη ασφαλιστική καταστροφή του έτους εκείνου σε παγκόσμιο επίπεδο» σύμφωνα με τον ιστορικό Ευάγγελο Χεκίμογλου, καθώς ο ασφαλιστικός κλάδος της πόλης σχεδόν καταστράφηκε από τις επιπτώσεις της φωτιάς.
«Οργιάζει η αυθαίρετος κρίσις τής ατομικής ιδιοκτησίας»
Όσοι άστεγοι παρέμειναν στην πόλη τακτοποιήθηκαν τους επόμενους μήνες σε σκηνές και δημόσια κτίρια. «Τα αντανακλαστικά της κυβέρνησης λειτούργησαν με ασυνήθιστη για ελληνικές κυβερνήσεις ταχύτητα και υπευθυνότητα» αναφέρει ο Γ. Αναστασιάδης. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, έχοντας πλήρη εικόνα της ζημιάς, έβλεπε τη θετική σκοπιά πως η πυρκαγιά ήταν «μια ευκαιρία να σχεδιαστεί μια πόλη αντάξια μιας θαυμάσιας τοποθεσίας, ενός ευημερούντος λιμανιού και της έδρας της διοίκησης της Μακεδονίας». Έτσι, προτού καν σβήσουν οι καπνοί, μόλις έξι μέρες μετά τη φωτιά έγινε σύσκεψη στην Αθήνα για να σχεδιαστεί η επόμενη μέρα. Εκεί, ο τότε υπουργός Συγκοινωνιών Αλέξανδρος Παπαναστασίου έλαβε εντολή να συγκροτήσει μια ομάδα ειδικών για τον πολεοδομικό ανασχεδιασμό της Θεσσαλονίκης. Επικεφαλής της επιτροπής ορίστηκε ο Γάλλος αρχιτέκτονας - πολεοδόμος Ερνέστ Εμπράρ ο οποίος βρισκόταν στην πόλη ως μέλος της γαλλικής αποστολής και ασχολούταν με την αποτύπωση των ρωμαϊκών μνημείων. Ο Εμπράρ είχε ξεκάθαρη αποστολή να δώσει στη Θεσσαλονίκη ευρωπαϊκό προσανατολισμό με ό,τι αυτό σήμαινε για την έως τότε δομή της. Είναι ενδεικτικό ότι ο ίδιος ο Παπαναστασίου φέρεται να έφριττε με τις ανθυγιεινές συνθήκες ζωής στο μέρος που δεν επηρεάστηκε από τις φλόγες. «Τους ανθυγιεινούς όρους δεν δημιούργησεν η πυρκαϊά, αλλ’ η κατάστασις, η οποία υφίσταται εις το ανατολικόν μέρος τής πόλεως. Εις την Θεσσαλονίκην οργιάζει η αυθαίρετος κρίσις τής ατομικής ιδιοκτησίας. Εν μικρόν οικόπεδον εμποδίζει την χρήσιν ενός πολύ μεγαλύτερου οικοπέδου ευρισκομένου εις το ενδότερον του τετραγώνου και ούτω καθ’ εξής» ανέφερε, ενώ ο Βενιζέλος χαρακτήρισε τη φωτιά «Θεία πρόνοια», αφού ο ίδιος για χρόνια προσπαθούσε ανεπιτυχώς να βελτιώσει τη Θεσσαλονίκη τις αισθητικές και υγειονομικές συνθήκες της πόλης, που θεωρούσε –ως είχε ως τότε− ανάξια του ευρωπαϊκού προφίλ που οραματιζόταν για ολόκληρη τη χώρα.
Τα σχέδια του Εμπράρ που προέβλεπαν μια αψιδωτή Place Civique πάνω από
τη σημερινή πλατεία Αριστοτέλους, για τη στέγαση δημόσιων κτιρίων,
έμειναν τελικά στα χαρτιά, αφού στο σημείο ανευρέθηκε μισό αιώνα μετά η
ρωμαϊκή αγορά.
Μετρό έναν αιώνα πριν
Το αρχικό σχέδιο του Εμπράρ οραματιζόταν πολλές λύσεις για τη Θεσσαλονίκη, ορισμένες από τις οποίες εφαρμόζονται μόλις σήμερα –έναν και κάτι αιώνα μετά−, όπως η γραμμή μετρό που είχε χαραχθεί ακριβώς πάνω στη διαδρομή που υλοποιείται σήμερα. Προέβλεπε επίσης μεταξύ άλλων ένα μεγάλο ποσοστό (περίπου 40%) ελεύθερων χώρων και δημιουργία λεωφόρων μεγάλου πλάτους, έως και 28 μέτρων. Συνολικά, ο Εμπράρ πρότεινε αρχικά την απαλλοτρίωση ολόκληρης της καμένης γης και τη μετατροπή της σε μια διοικητική και επιχειρηματική συνοικία, με τις κατοικίες να μετατοπίζονται στα περίχωρα. Ωστόσο, παρά το όραμα και τη στήριξη της οποίας τύγχανε ο γάλλος αρχιτέκτονας από την κυβέρνηση Βενιζέλου, το αρχικό του σχέδιο ουδέποτε εφαρμόστηκε αφού αφενός δεν υπήρχαν διαθέσιμα κονδύλια κι αφετέρου καταγράφηκαν πολύ ισχυρές πιέσεις από παράγοντες και ιδιοκτήτες γης που μπλόκαραν τις διαδικασίες.
Τα σχέδια του Εμπράρ
Έτσι, μετά τη φωτιά που έκαψε το ιστορικό κέντρο, η Θεσσαλονίκη απέκτησε βελτιωμένη όψη με σύγχρονη ρυμοτομία. «Η σημερινή εικόνα του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης, σε αντίθεση με ό,τι σε γενικές γραμμές πιστεύεται, είναι κατά μεγάλο ποσοστό αποτέλεσμα του σχεδίου Εμπράρ, παρά τις πράγματι σημαντικές αποκλίσεις που προέκυψαν στην εφαρμογή του, όπως η αύξηση του αριθμού των ορόφων από πέντε σε εννέα έως δέκα και η μείωση των ελεύθερων χώρων, σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό», σύμφωνα με το ΤΕΕ/ΤΚΜ.
Τα σχέδια του Εμπράρ
Τα σχέδια του Εμπράρ
Κεντρική φωτογραφία: Στη θέση της παλιάς, ασφυκτικής οθωμανικής πολιτείας με τα στενά, ελικοειδή σοκάκια, ο Εμπράρ σχεδίασε μια πόλη με ανοιχτούς χώρους, κάθετους άξονες και πλατιές λεωφόρους, απ’ όπου το φως και ο αέρας θα διαπερνούσαν τα κτίσματα δημιουργώντας καλύτερες συνθήκες υγιεινής.
πηγη athensvoice.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου