Ο
Χρύσανθος (Μέντης) Μποσταντζόγλου, γνωστός ως Μποστ, γεννήθηκε το 1918
στην Κωνσταντινούπολη. Έπειτα από ένα πέρασμα στη Ρουμανία, η οικογένειά
του ήρθε στην Ελλάδα.
Το 1939 εισάγεται στη Σχολή Καλών Τεχνών,
εγκαταλείπει όμως τις σπουδές του έξι μήνες αργότερα. Το 1942 μπαίνει
στο ΕΑΜ και το 1945 εκδίδει με δικά του έξοδα το πρώτο του βιβλίο:
«Ο Άγιος Φανούριος. Βοήθημα δια την κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι».
Το 1952 αρχίζει να εργάζεται στην «Καθημερινή» ως ταμίας και βιβλιοθηκάριος. Το ταλέντο του το ανακαλύπτουν μετά από δυο χρόνια στις «Εικόνες» κι αργότερα στον «Ταχυδρόμο», όπου και αρχίζει να εργάζεται ως εικονογράφος. Εν τω μεταξύ, το 1953 έχει ήδη εικονογραφήσει και το πρώτο του κόμικ «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» για τις εκδόσεις «Ατλαντίς» σε κείμενα της Ειρήνης Φωτεινού.
Το 1958 στη στήλη του το «Μποστάνι του Μποστ» εμφανίζονται και οι τρεις θρυλικοί σούπερ αντιήρωές του: η Μαμά Ελλάς, ο Πειναλέων και η Ανεργίτσα. Αποκαλυπτικές φιγούρες των κοινωνικοπολιτικών και πολιτισμικών μεταλλάξεων και αντιφάσεων μιας ολόκληρης εποχής. Ακολουθούν συνεργασίες με τα περιοδικά «Ομάδα», «Θεατής», «Ελευθερία» και μετά από αρκετές ανατροπές, δημοσιογραφικούς διωγμούς και μηνύσεις, καταλήγει στην «Αυγή».
Το 1966, κουρασμένος από το καθημερινό γράψιμο, ανοίγει το μαγαζί του «Λαϊκαί Εικόναι» και αρχίζει να διακοσμεί ποτήρια, πιάτα και διάφορα αντικείμενα, να πουλάει αντίκες και να ζωγραφίζει. Παράλληλα, ξεκλέβει χρόνο για να σκαρώνει τα δεκαπεντασύλλαβα θεατρικά του. Τα σκίτσα και τα χρονογραφήματα, αν και ουσιαστικά τα έχει σταματήσει, επιστρέφει για μικρές περιόδους σε αυτά, συνεργαζόμενος με τον «Ταχυδρόμο», το «Αντί», τον «Θούριο», το «Mens Look», την «Πρωινή» και την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία».
Η ζωγραφική δίνει σιγά-σιγά την ευκαιρία στα πινέλα του ν' αφηγηθούν με αλληγορίες και συμβολισμούς, όλα αυτά που δεν μπορούσαν να πουν μέχρι τώρα οι πένες. Ήρωες της αρχαιότητας και της ελληνικής επανάστασης, αλλά και ιστορικά ζευγάρια όπως ο Ερωτόκριτος με την Αρετούσα, ο «Ρομέος και η Ιουλιέτα», η Ασπασία και ο Περικλής, ποζάρουν στα κάδρα του αυτοδίδακτου Μποσταντζόγλου, μπολιασμένοι από τη λαϊκή ζωγραφική, την εικονογραφία του Καραγκιόζη, την υπερεαλιστική ματιά του Εγγονόπουλου και πάνω απ' όλα, την απλότητα του Θεόφιλου.
Με τον δικό του ανορθόδοξο τρόπο, καταπιάνεται και με το Θέατρο. Γράφει, λοιπόν, εκτός από τα αριστουργήματα «Φαύστα» και «Μήδεια», τον δικό του «Δον Κιχώτη», την «Όμορφη πόλη», τη «Μαρία Πενταγιώτισσα», το «40 χρόνια Μποστ». Το κύκνειο άσμα του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» είχε την τιμή και τη χαρά να το δει, καταχειροκροτούμενος, να παίζεται στο Ηρώδειο, λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή, στις 13 Δεκεμβρίου του 1995.
πηγη
«Ο Άγιος Φανούριος. Βοήθημα δια την κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι».
Το 1952 αρχίζει να εργάζεται στην «Καθημερινή» ως ταμίας και βιβλιοθηκάριος. Το ταλέντο του το ανακαλύπτουν μετά από δυο χρόνια στις «Εικόνες» κι αργότερα στον «Ταχυδρόμο», όπου και αρχίζει να εργάζεται ως εικονογράφος. Εν τω μεταξύ, το 1953 έχει ήδη εικονογραφήσει και το πρώτο του κόμικ «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» για τις εκδόσεις «Ατλαντίς» σε κείμενα της Ειρήνης Φωτεινού.
Το 1958 στη στήλη του το «Μποστάνι του Μποστ» εμφανίζονται και οι τρεις θρυλικοί σούπερ αντιήρωές του: η Μαμά Ελλάς, ο Πειναλέων και η Ανεργίτσα. Αποκαλυπτικές φιγούρες των κοινωνικοπολιτικών και πολιτισμικών μεταλλάξεων και αντιφάσεων μιας ολόκληρης εποχής. Ακολουθούν συνεργασίες με τα περιοδικά «Ομάδα», «Θεατής», «Ελευθερία» και μετά από αρκετές ανατροπές, δημοσιογραφικούς διωγμούς και μηνύσεις, καταλήγει στην «Αυγή».
Το 1966, κουρασμένος από το καθημερινό γράψιμο, ανοίγει το μαγαζί του «Λαϊκαί Εικόναι» και αρχίζει να διακοσμεί ποτήρια, πιάτα και διάφορα αντικείμενα, να πουλάει αντίκες και να ζωγραφίζει. Παράλληλα, ξεκλέβει χρόνο για να σκαρώνει τα δεκαπεντασύλλαβα θεατρικά του. Τα σκίτσα και τα χρονογραφήματα, αν και ουσιαστικά τα έχει σταματήσει, επιστρέφει για μικρές περιόδους σε αυτά, συνεργαζόμενος με τον «Ταχυδρόμο», το «Αντί», τον «Θούριο», το «Mens Look», την «Πρωινή» και την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία».
Η ζωγραφική δίνει σιγά-σιγά την ευκαιρία στα πινέλα του ν' αφηγηθούν με αλληγορίες και συμβολισμούς, όλα αυτά που δεν μπορούσαν να πουν μέχρι τώρα οι πένες. Ήρωες της αρχαιότητας και της ελληνικής επανάστασης, αλλά και ιστορικά ζευγάρια όπως ο Ερωτόκριτος με την Αρετούσα, ο «Ρομέος και η Ιουλιέτα», η Ασπασία και ο Περικλής, ποζάρουν στα κάδρα του αυτοδίδακτου Μποσταντζόγλου, μπολιασμένοι από τη λαϊκή ζωγραφική, την εικονογραφία του Καραγκιόζη, την υπερεαλιστική ματιά του Εγγονόπουλου και πάνω απ' όλα, την απλότητα του Θεόφιλου.
Με τον δικό του ανορθόδοξο τρόπο, καταπιάνεται και με το Θέατρο. Γράφει, λοιπόν, εκτός από τα αριστουργήματα «Φαύστα» και «Μήδεια», τον δικό του «Δον Κιχώτη», την «Όμορφη πόλη», τη «Μαρία Πενταγιώτισσα», το «40 χρόνια Μποστ». Το κύκνειο άσμα του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» είχε την τιμή και τη χαρά να το δει, καταχειροκροτούμενος, να παίζεται στο Ηρώδειο, λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή, στις 13 Δεκεμβρίου του 1995.
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου