Το 1940, στους Αμπελόκηπους, στην Αθήνα,
κατοικούσε σε ένα ιδιόκτητο σπιτάκι μαζί με τη γυναίκα του κάποιος
Φουρκιώτης, ο οποίος είχε προσβληθεί από φυματίωση.
Όταν έμαθε για την αρρώστια του, συγκλονίστηκε και εξοργίστηκε σε
τέτοιο βαθμό, που άρχισε να καταριέται τον θάνατο.
Διατράνωνε πως δεν τον ένοιαζε τόσο ότι θα πέθαινε, αλλά δε μπορούσε με τίποτα να δεχτεί ότι κάποιος άλλος θα του έπαιρνε τη γυναίκα, που τόσο αγαπούσε και θα κατοικούσε στο σπίτι, που το είχε χτίσει με το ίδιο του το αίμα.
Διατράνωνε πως δεν τον ένοιαζε τόσο ότι θα πέθαινε, αλλά δε μπορούσε με τίποτα να δεχτεί ότι κάποιος άλλος θα του έπαιρνε τη γυναίκα, που τόσο αγαπούσε και θα κατοικούσε στο σπίτι, που το είχε χτίσει με το ίδιο του το αίμα.
Συνήθιζε να λέει πως δεν επρόκειτο να πεθάνει, γιατί δεν ήθελε με κανένα τρόπο να έμπαινε κάποιος άλλος στη θέση του.
Ύστερα από λίγο , ο Φουρκιώτης πέθανε. Η χήρα του νοίκιασε το σπίτι
κι έφυγε, λέγοντας στους οικείους της πως δεν άντεχε άλλο να μένει μόνη
μ’ έναν νεκρό.
Όταν οι ενοικιαστές της οικίας συνειδητοποίησαν τα λεγόμενά της, ήταν πλέον αργά…
Έτσι, απευθύνθηκαν στον Άγγελο Τανάγρα, ιδρυτή της πρώτης Εταιρίας
Ψυχικών Ερευνών στην Ελλάδα και του εξιστόρησαν το δράμα που άρχισαν να
ζουν, από την πρώτη κιόλας μέρα στο νέο τους σπιτικό.
Κάθε βράδυ, όλοι τους έβλεπαν ξεκάθαρα ένα ανθρώπινο σώμα, σαν να
ήταν φτιαγμένο από ομίχλη, να κυκλοφορεί ανάμεσά τους. Στεκόταν δίπλα
τους, μπροστά τους κι ένιωθαν το μίσος του να ξεχειλίζει ασυγκράτητα
ολόγυρά τους.
Ο Τανάγρας αναγκάστηκε δυο φορές να αναβάλει τη συνάντησή τους, γιατί
αυτά συνέβαιναν τον καιρό της γερμανικής κατοχής, που απαγορευόταν η
κυκλοφορία μετά τις 10 το βράδυ.
Εκείνες όμως τις δύο μέρες, τρομακτικά γεγονότα διαδραματίστηκαν στην οικία Φουρκιώτη.
Καθώς οι καινούριοι ένοικοι είχαν κυριευθεί από πανικό,
εκμυστηρεύθηκαν την αγωνία τους σε κάποιον φίλο τους, ο οποίος τους
πρότεινε να τους κάνει συντροφιά.
Κατά τα μεσάνυχτα, άκουσαν βήματα στον διάδρομο. Ο φίλος τους τότε
σηκώθηκε και προχώρησε προς την ανοικτή πόρτα. Αυτό που είδε, τον άφησε
άσπρο σαν νεκρό. Παρόλα αυτά, δεν έχασε το κουράγιο του και φώναξε:
“Διάολε, γιατί βασανίζεις τους ανθρώπους; Γιατί θέλεις να τους
ξεσπιτώσεις;”
Τότε, συνέβη κάτι απίθανο, αλλά και εφιαλτικό. Το μυστηριώδες πλάσμα
κινήθηκε αστραπιαία και απειλητικά προς τον γενναίο άντρα, σε απόσταση
μικρότερη του μισού μέτρου, σήκωσε το χέρι του και κατάφερε στον φίλο
τους ένα ισχυρότατο χτύπημα στο πρόσωπο. Το χτύπημα είχε ακουστεί τόσο
δυνατό, που έδωσε στους παρισταμένους την εντύπωση ότι είχε επιτευχθεί
ίσως με κάποιο ρόπαλο. Ο άντρας άφησε μια φοβερή και παρατεταμένη κραυγή
πόνου, πριν σωριαστεί λιπόθυμος. Συνήλθε πολύ αργότερα κι ενώ τον είχαν
ήδη μεταφέρει στο νοσοκομείο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ”, στις 08/12/1962…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου