Αθήνα, 19ος αιώνας, συνοικία του Ψειρή στο Μοναστηράκι της Αθήνας.
Η συνοικία αυτή έγινε πασίγνωστη, λόγω του ότι, το κυρίαρχο στοιχείο της, ήταν οι Κουτσαβάκηδες, ιδιόρρυθμοι τύποι κακοποιών, που είχαν κυριαρχήσει στην περιοχή αυτή, επί 50 περίπου χρόνια (1840 ως το 1895).
Η συνοικία αυτή έγινε πασίγνωστη, λόγω του ότι, το κυρίαρχο στοιχείο της, ήταν οι Κουτσαβάκηδες, ιδιόρρυθμοι τύποι κακοποιών, που είχαν κυριαρχήσει στην περιοχή αυτή, επί 50 περίπου χρόνια (1840 ως το 1895).
Το
όνομά τους οι Κουτσαβάκηδες, το οφείλουν στον Μήτσο Κουτσαβάκη, έναν
δεκανέα του στρατού επί Όθωνος, που είχε γίνει ονομαστός για τα
κατορθώματά του ως κακοποιός.
«Κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» αυτού, εμφανίστηκαν και πολλοί άλλοι, ιδιόρρυθμοι και όμοιοι στο ήθος, στην ενδυμασία, στην κόμμωση, στους τρόπους και τις μεθόδους τύποι.
Σαν αντάξιοι μιμητές του αρχικού τους προτύπου, επονομάσθηκαν κι αυτοί «Κουτσαβάκηδες», ή «Κούτσαβοι», αλλά παράλληλα και «Παλληκαράδες».
«Κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» αυτού, εμφανίστηκαν και πολλοί άλλοι, ιδιόρρυθμοι και όμοιοι στο ήθος, στην ενδυμασία, στην κόμμωση, στους τρόπους και τις μεθόδους τύποι.
Σαν αντάξιοι μιμητές του αρχικού τους προτύπου, επονομάσθηκαν κι αυτοί «Κουτσαβάκηδες», ή «Κούτσαβοι», αλλά παράλληλα και «Παλληκαράδες».
Φορούσαν μαύρο σακάκι, αλλά το φορούσαν μόνο απ’ το αριστερό μανίκι.
Είχαν ριγέ χρωματιστό παντελόνι, που ήταν πολύ φαρδύ στα σκέλη, αλλά
και πολύ στενό στους αστράγαλους. Στη μέση τους είχαν ζωσμένο ένα πολύ
πλατύ ζωνάρι, όπου τοποθετούσαν, τόσο τα όπλα τους (συνήθως κουμπούρες,
δίκοπα μαχαίρια), όσο και τα καπνιστικά τους είδη. Στο κεφάλι φορούσαν
μια μαύρη ρεπούμπλικα, με πλατύ πένθος
που το αποκαλούσαν «θλίψη» ή «χλίψη». Υποτίθετο, ότι το πένθος αυτό το
όφειλαν στον ανύπαρκτο θάνατο κάποιου συγγενούς ή αδελφικού φίλου, που
ήταν κι εκείνος «μάγκας βαρύς κι ασήκωτος», αλλά και είχε πέσει νεκρός
κατά την εκτέλεση κάποιας γενναίας πράξης, αλησμόνητο θύμα για στιγμές
γεμάτες φιλότιμο.
Αλλά και τα παπούτσια τους ήταν παράδοξα. Ψηλό τακούνι, στενά και μυτερά, ανορθωμένα μπροστά στην άκρη, σαν ρύγχος. Τα μαλλιά τους ήταν πλούσια, κατέβαιναν ως τα μάτια, αφημένα με περίτεχνη αμέλεια και ήταν πάντα αλειμμένα με χοιρινό λίπος, που αποτελούσε το κύριο καλλυντικό των τύπων εκείνων. Φαντάζομαι το χειμώνα που πάγωνε το λίπος θα είχαν Φανταστικά «καρφάκια» !
Τα μουστάκια τους ήταν άφθονα. Μεγάλα και στριμμένα στις άκρες κι ενώνονταν με τις άλλες τρίχες στα μάγουλα, ενώ δεν διατηρούσαν γένια.
Αλλά και τα παπούτσια τους ήταν παράδοξα. Ψηλό τακούνι, στενά και μυτερά, ανορθωμένα μπροστά στην άκρη, σαν ρύγχος. Τα μαλλιά τους ήταν πλούσια, κατέβαιναν ως τα μάτια, αφημένα με περίτεχνη αμέλεια και ήταν πάντα αλειμμένα με χοιρινό λίπος, που αποτελούσε το κύριο καλλυντικό των τύπων εκείνων. Φαντάζομαι το χειμώνα που πάγωνε το λίπος θα είχαν Φανταστικά «καρφάκια» !
Τα μουστάκια τους ήταν άφθονα. Μεγάλα και στριμμένα στις άκρες κι ενώνονταν με τις άλλες τρίχες στα μάγουλα, ενώ δεν διατηρούσαν γένια.
Οι
Κουτσαβάκηδες βάδιζαν λικνιστά, με το κεφάλι ελαφρά σκυμμένο προς τα
δεξιά και κουνώντας τα χέρια τους. Είχαν σχεδόν πάντα, ύφος βλοσυρό.
Κάθε τόσο αναστέναζαν, θέλοντας να δείξουν ότι έκρυβαν στην καρδιά τους
κάποιο βαρύ «ντέρτι», δηλαδή στενοχώρια.
Όταν κάθονταν στα καφενεία, έβγαζαν το ένα παπούτσι. Τοποθετούσαν το γυμνό πόδι ορθογώνια στο ύψος του γόνατος του άλλου ποδιού. Συνήθως κάρφωναν το δίκοπο μαχαίρι τους πάνω στο ξύλινο τραπέζι, επίδειξη και σύμβολο εφεδρικού δυναμισμού για άμεση δράση.
Αλλοίμονο στον περαστικό διαβάτη που θα τους κοίταζε (κατά την κρίση τους) χωρίς τον απαιτούμενο σεβασμό. Συχνά άπλωναν μπροστά στην καρέκλα τους και πάνω στο έδαφος, την άκρη του μακριού ζωναριού τους. Κι ορμούσαν με φονικές διαθέσεις εναντίον εκείνου που θα τολμούσε να το πατήσει. Απ’ αυτή τη συνήθεια γεννήθηκε και η φράση «Απλώνει το ζωνάρι του για καβγά».
Όταν κάθονταν στα καφενεία, έβγαζαν το ένα παπούτσι. Τοποθετούσαν το γυμνό πόδι ορθογώνια στο ύψος του γόνατος του άλλου ποδιού. Συνήθως κάρφωναν το δίκοπο μαχαίρι τους πάνω στο ξύλινο τραπέζι, επίδειξη και σύμβολο εφεδρικού δυναμισμού για άμεση δράση.
Αλλοίμονο στον περαστικό διαβάτη που θα τους κοίταζε (κατά την κρίση τους) χωρίς τον απαιτούμενο σεβασμό. Συχνά άπλωναν μπροστά στην καρέκλα τους και πάνω στο έδαφος, την άκρη του μακριού ζωναριού τους. Κι ορμούσαν με φονικές διαθέσεις εναντίον εκείνου που θα τολμούσε να το πατήσει. Απ’ αυτή τη συνήθεια γεννήθηκε και η φράση «Απλώνει το ζωνάρι του για καβγά».
Ήταν
κακοποιοί, σκληροί, αδίστακτοι, αλλά και θρασύδειλοι, έκαναν κάθε
είδους κακουργίες, που συνήθως έμειναν ατιμώρητες. Κανένας δεν τολμούσε
να αντιδράσει. Το έγκλημα, μικρό ή μεγάλο, φανερό ή κρυφό, παρέμεινε
ατιμώρητο, ενώ κάποιοι φορείς τους πρόβαλλαν σαν πρόσωπα ηρωικά.
Οι
κάτοικοι, ήταν κυριολεκτικά φόρου υποτελείς σ’ αυτούς τους τύπους.
Ιδιαίτερη επίδοση είχαν σαν σκληροί αγαπητικοί, προστάτες και
εκμεταλλευτές της «γκόμενας», τις οποίες στο τέλος, συχνά τις μαχαίρωναν
για ασήμαντες αιτίες.
Αστυνομία
Η κακοοργανωμένη και κακοεξοπλισμένη, αστυνομία της εποχής εκείνης (Δημοτική και Διοικητική Αστυνομία, όπως την αποκαλούσαν), ήταν ανίσχυρη στη μάχη εναντίον τους. Με λίγα λόγια, την κοινωνία στην Αθήνα και την ελληνική ύπαιθρο, την μάστιζε τότε η ληστεία. Στην Αθήνα του Ψειρή κυριαρχούσαν οι ελεεινοί Κουτσαβάκηδες.
Βρέθηκαν όμως τρεις διευθυντές αστυνομίας, που με θάρρος και σκληρότητα ανέλαβαν τον βαρύ ρόλο της εκκαθάρισης.
Η κακοοργανωμένη και κακοεξοπλισμένη, αστυνομία της εποχής εκείνης (Δημοτική και Διοικητική Αστυνομία, όπως την αποκαλούσαν), ήταν ανίσχυρη στη μάχη εναντίον τους. Με λίγα λόγια, την κοινωνία στην Αθήνα και την ελληνική ύπαιθρο, την μάστιζε τότε η ληστεία. Στην Αθήνα του Ψειρή κυριαρχούσαν οι ελεεινοί Κουτσαβάκηδες.
Βρέθηκαν όμως τρεις διευθυντές αστυνομίας, που με θάρρος και σκληρότητα ανέλαβαν τον βαρύ ρόλο της εκκαθάρισης.
Δημητριάδης
Πρώτος ήταν ο Δημητριάδης, στις αρχές της βασιλείας του Γεωργίου του Α’. Αυτός άρχισε να κάνει συστηματικές επιδρομές μέσα στα απρόσιτα στέκια των Κουτσαβάκηδων. Σε αντίδραση εκείνοι, δολοφόνησαν στην πλατεία του Δημοπρατηρίου, τον γραμματέα της αστυνομίας, Λύτρα. Επακολούθησε απ’ τον Δημητριάδη η άλωση του υπόγειου καταγωγίου του Μαούφαρη, που αποτελούσε την φωλιά των Κουτσαβάκηδων. Μέσα εκεί, έπειτα από κυριολεκτική μάχη, συνελήφθησαν και οι κρυμμένοι δολοφόνοι του Λύτρα. Αποτέλεσμα όμως ήταν να επαναστατήσει κυριολεκτικά η συνοικία του Ψειρή, απ’ όπου η αστυνομία αναγκάστηκε να αποσυρθεί τελείως. Οι Κουτσαβάκηδες αποφάσισαν τότε να εκστρατεύσουν κι εναντίον της αστυνομικής διεύθυνσης(!), που τότε ήταν εγκατεστημένη στην πλατεία Κλαυθμώνος. Ο Δημητριάδης πρότεινε στην Κυβέρνηση σκληρά αντίποινα, αλλά ο πρωθυπουργός Βούλγαρης προτίμησε να απολύσει τον αποφασιστικό διευθυντή της αστυνομίας!
Πρώτος ήταν ο Δημητριάδης, στις αρχές της βασιλείας του Γεωργίου του Α’. Αυτός άρχισε να κάνει συστηματικές επιδρομές μέσα στα απρόσιτα στέκια των Κουτσαβάκηδων. Σε αντίδραση εκείνοι, δολοφόνησαν στην πλατεία του Δημοπρατηρίου, τον γραμματέα της αστυνομίας, Λύτρα. Επακολούθησε απ’ τον Δημητριάδη η άλωση του υπόγειου καταγωγίου του Μαούφαρη, που αποτελούσε την φωλιά των Κουτσαβάκηδων. Μέσα εκεί, έπειτα από κυριολεκτική μάχη, συνελήφθησαν και οι κρυμμένοι δολοφόνοι του Λύτρα. Αποτέλεσμα όμως ήταν να επαναστατήσει κυριολεκτικά η συνοικία του Ψειρή, απ’ όπου η αστυνομία αναγκάστηκε να αποσυρθεί τελείως. Οι Κουτσαβάκηδες αποφάσισαν τότε να εκστρατεύσουν κι εναντίον της αστυνομικής διεύθυνσης(!), που τότε ήταν εγκατεστημένη στην πλατεία Κλαυθμώνος. Ο Δημητριάδης πρότεινε στην Κυβέρνηση σκληρά αντίποινα, αλλά ο πρωθυπουργός Βούλγαρης προτίμησε να απολύσει τον αποφασιστικό διευθυντή της αστυνομίας!
Βρατσάνος
Δεύτερος αμείλικτος αστυνομικός εχθρός των κακοποιών ήταν ο Βρατσάνος, ένας σκληροτράχηλος Ψαριανός, που ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος τον διόρισε διευθυντή, με την ρητή εντολή, ν’ απαλλάξει την Αθήνα απ’ το αίσχος των Κουτσαβάκηδων.
Ο Βρατσάνος δέχτηκε την εντολή.
Δεύτερος αμείλικτος αστυνομικός εχθρός των κακοποιών ήταν ο Βρατσάνος, ένας σκληροτράχηλος Ψαριανός, που ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος τον διόρισε διευθυντή, με την ρητή εντολή, ν’ απαλλάξει την Αθήνα απ’ το αίσχος των Κουτσαβάκηδων.
Ο Βρατσάνος δέχτηκε την εντολή.
Ο
Βρατσάνος θέλησε να διασπάσει τον αντίπαλο, προσλαμβάνοντας ως
αστυνομικούς και μερικούς Κούτσαβους. Το πείραμά του απέτυχε, γιατί
σύντομα εκείνοι άρχισαν να συνεργάζονται με τους «συναδέλφους» τους,
εξαπατώντας την αστυνομία. Ο θαρραλέος διευθυντής κατέφυγε τότε σε
συστηματικές επιδρομές μέσα στο βασίλειο των κακοποιών, όπου συχνά
διακινδύνευε κι αυτή τη ζωή του.
Τελικά, οι πολιτικοί προστάτες των Κουτσαβάκηδων (αμετανόητοι και αιώνιοι), πέτυχαν την αντικατάσταση του αποφασιστικού Βρανάτσου.
Τελικά, οι πολιτικοί προστάτες των Κουτσαβάκηδων (αμετανόητοι και αιώνιοι), πέτυχαν την αντικατάσταση του αποφασιστικού Βρανάτσου.
Μπαϊρακτάρης
Το τελικό γκρέμισμα του Κουτσαβακισμού πέτυχε ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, ένας Αγρινιώτης στρατιωτικός, με καταγωγή απ’ το Σούλι.
Αποφασισμένος να εξαλείψει αυτό το άγος, ο φιλελεύθερος και δημοκρατικός Χαρίλαος Τρικούπης, διόρισε τον Μπαϊρακτάρη στον ρόλο που του ταίριαζε. Ο κοντόσωμος, λιγομίλητος, μεγαλοκέφαλος και αμείλικτος αστυνομικός, που έτρεφε πελώριες μουστάκες, έφερε την κάθαρση.
Αποφασισμένος να εξαλείψει αυτό το άγος, ο φιλελεύθερος και δημοκρατικός Χαρίλαος Τρικούπης, διόρισε τον Μπαϊρακτάρη στον ρόλο που του ταίριαζε. Ο κοντόσωμος, λιγομίλητος, μεγαλοκέφαλος και αμείλικτος αστυνομικός, που έτρεφε πελώριες μουστάκες, έφερε την κάθαρση.
Με
κάθε επιδρομή σε κάποιο καφενείο του Ψειρή, άρπαζε όσους Κουτσαβάκηδες
έβρισκε, τους έφερνε στην πλατεία Κλαυθμώνος κι εκεί, μπροστά στο πλήθος
που αλάλαζε δινόταν μια κωμικοτραγική παράσταση:
Υπήρχε εκεί ένα αμόνι και πάνω σ’ αυτό, ο αιχμαλωτισμένος Κούτσαβος υποχρεώνονταν να συντρίψει ο ίδιος τα όπλα του, την κουμπούρα του ή την αμφίστομη μαχαίρα του.
Έπειτα ο ίδιος ο Μπαϊρακτάρης με μια «βλαχοψαλίδα» έκοβε όλα τα σύμβολα της παρεξηγημένης παλληκαριάς. Του έκοβε τις μουστάκες, τα μαλλιά και το δεξί μανίκι. Έπειτα έκοβε τις μυτερές άκρες των παπουτσιών και το μακρύ ζωνάρι που σερνόταν για καβγά. Τέλος ο αστυνόμος με άγριες κλωτσιές πετούσε τους «μασκαρεμένους» Κουτσαβάκηδες, σαν άχρηστα τσόφλια, μέσα στο πλήθος, που τους γιουχάιζε επίμονα. Ο εξευτελισμός αυτός, ήταν φοβερός, ώστε στο εξής αναγκάζονταν να αφανιστούν από προσώπου γης.
Υπήρχε εκεί ένα αμόνι και πάνω σ’ αυτό, ο αιχμαλωτισμένος Κούτσαβος υποχρεώνονταν να συντρίψει ο ίδιος τα όπλα του, την κουμπούρα του ή την αμφίστομη μαχαίρα του.
Έπειτα ο ίδιος ο Μπαϊρακτάρης με μια «βλαχοψαλίδα» έκοβε όλα τα σύμβολα της παρεξηγημένης παλληκαριάς. Του έκοβε τις μουστάκες, τα μαλλιά και το δεξί μανίκι. Έπειτα έκοβε τις μυτερές άκρες των παπουτσιών και το μακρύ ζωνάρι που σερνόταν για καβγά. Τέλος ο αστυνόμος με άγριες κλωτσιές πετούσε τους «μασκαρεμένους» Κουτσαβάκηδες, σαν άχρηστα τσόφλια, μέσα στο πλήθος, που τους γιουχάιζε επίμονα. Ο εξευτελισμός αυτός, ήταν φοβερός, ώστε στο εξής αναγκάζονταν να αφανιστούν από προσώπου γης.
Με τέτοιες μεθόδους ο Μπαϊρακτάρης συνέτριψε κι εξαφάνισε τον Κουτσαβακισμό. Ίσως δεν θα ήταν σε θέση να επιτύχει αυτό το κατόρθωμα, αν στο μεταξύ δεν είχε πραγματοποιηθεί μια βαθειά αλλαγή στην αστυνομία. Από
πολιτική και διοικητική, η αστυνομία είχε γίνει στρατιωτική. Το 1890 ο
στρατός είχε αναλάβει την αστυνομική εξουσία και την διατήρησε ως το
1908.
Ο
Μπαϊρακτάρης ήταν ήδη αντισυνταγματάρχης, όταν ανέλαβε την διεύθυνση
της αστυνομίας. Για την επίθεσή του εναντίων των Κουτσαβάκηδων, δεν
διέθετε ύποπτους και απείθαρχους «αστυνομικούς κλητήρες». Διέθετε τώρα
σκληρούς Ευζώνους, που μάλιστα τους διάλεγε ο ίδιος.
Έτσι κατελύθη το παράδοξο εκείνο «κράτος του Ψειρή».
Γεια σου «φίλε Βαγγέλη». Έγραψα μόνο στα σημαντικότερα για τους κουτσαβάκηδες. Όποιος «μερακλής» θέλει να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες ας διαβάσει το σύνδεσμο: http://www.pare-dose.net/?p=1675#ixzz1AtO7IZ4d
Πηγή: Λαογραφία της Ελλάδος, Κ. Ρωμαίος, εκδόσεις Γιοβάνη, 1978
Δημήτριος Μπαϊρακτάτης |
πηγηanokalentini
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου