Η
Καίτη Λαμπροπούλου πρωτοπάτησε το θεατρικό σανίδι σε ηλικία 16 ετών και
έλαβε την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος ως εξαιρετικό ταλέντο. Το
θέατρο το έμαθε δίπλα στον Κάρολο Κουν και τον Δημήτρη Ροντήρη, στο
Θέατρο Τέχνης και στο Εθνικό Θέατρο, δίπλα στην Κατερίνα και στον Βασίλη
Λογοθετίδη.
Το δροσερό κορίτσι γρήγορα μεταμορφώθηκε σε μια μπριόζα καρατερίστα και αυτό της εξασφάλισε ρόλους για πολλές δεκαετίες. Ως το τέλος της ζωής της σχεδόν δεν σταμάτησε να εμφανίζεται στο θέατρο, στο σινεμά και στην τηλεόραση, ενώ ήταν μια από τις γλυκές και αγαπημένες παρουσίες για το ελληνικό κοινό και τους συναδέλφους της.
Η Καίτη (Αικατερίνη) Λαμπροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Αυγούστου 1926, αλλά μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε μετακομίσει η οικογένειά της λόγω των εμπορικών δραστηριοτήτων του πατέρα της.Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας Λαμπροπούλου με πρώτο τον αδερφό της Ηρακλή και τρίτη την αδερφή της Τοτό.
Το 1942, ενώ ήταν ακόμη μαθήτρια, ξεκίνησε μαθήματα υποκριτικής στο θέατρο Τέχνης, κρυφά από την οικογένειά της. Συμμετείχε στην πρώτη παράσταση του Θεάτρου Τέχνης μαζί με τον Κάρολο Κουν, την σεζόν 1942-1943, στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν. Ήταν ένα ζουμερό κορίτσι και παρέμεινε μια ευτραφής κυρία. Την εποχή εκείνη της είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «ζαχαρομπακλαβάς».
Με το Θέατρο Τέχνης συνεργάστηκε στα έργα «Σουάνεβιτ» του Στρίντμπεργκ, «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλο, «Κωνσταντίνου και Ελένης» του Σεβαστίκογλου, «Βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ, «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου, «Το πρώτο έργο της Φάννυ» του Σω, «Δεν μπορείς να ξέρεις» του Σω, «Χαρούμενα νιάτα» του Πιζέ, «Βρικόλακες» του Ίψεν.
Στη συνέχεια, συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Ροντήρη και πήρε μέρος στις παραστάσεις: «Φοιτηταί» του Ξενόπουλου, «Ζητείται υπηρέτης» του Μπάμπη Άννινου, «Συρανό ντε Μπερζεράκ» του Ροστάν «Το φιντανάκι» του Παντελή Χορν, «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι, «Ο Κατά Φαντασίαν Ασθενής» Μολιέρου, «Οι Εύθυμες Κυράδες του Ουίνδσορ» του Σέξπιρ κ.ά. Ακολούθησε τον Ροντήρη στην Ελληνική Σκηνή, αλλά συνεργάστηκε και με άλλους θιάσους σε πολλές παραστάσεις.
Στον κινηματογράφο έκανε την πρώτη της εμφάνιση το 1951 στην δραματική ταινία του Νίκου Τσιφόρου «Το παιδί μου πρέπει να ζήσει». Το 1956, πρωταγωνίστησε στον ρόλο της Κρουστάλλως δίπλα στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στο βουκολικό δράμα του Ηλία Παρασκευά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», που ήταν η πρώτη έγχρωμη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου.
Ξεχώρισε για τις ερμηνείες της σε ταινίες όπως «Ένα βότσαλο στη λίμνη» (1952), «Ο ζηλιαρόγατος» (1956), «Μανταλένα» (1960), «Τρίτη και 13» (1963), «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» (1971), «Η Αλίκη δικτάτωρ» (1972) και «Η Μαρία της σιωπής» (1973). Εμφανίστηκε σε πολλές τηλεοπτικές σειρές καθώς και στο περίφημο «Θέατρο της Δευτέρας».
Στις 20 Δεκεμβρίου 2004, απονεμήθηκε στην ίδια και τη Σμαρούλα Γιούλη το έπαθλο «Κυβέλη» για τη συνολική τους θεατρική προσφορά.
Η Καίτη Λαμπροπούλου πέθανε στις 31 Ιανουαρίου 2011, σε ηλικία 84 ετών. Μέχρι τον θάνατό του ήταν παντρεμένη με τον δημοσιογράφο και ιστορικό Γεώργιο Ρούσσο (1910-1984).
ΠΗΓΗ: sansimera.gr
Το δροσερό κορίτσι γρήγορα μεταμορφώθηκε σε μια μπριόζα καρατερίστα και αυτό της εξασφάλισε ρόλους για πολλές δεκαετίες. Ως το τέλος της ζωής της σχεδόν δεν σταμάτησε να εμφανίζεται στο θέατρο, στο σινεμά και στην τηλεόραση, ενώ ήταν μια από τις γλυκές και αγαπημένες παρουσίες για το ελληνικό κοινό και τους συναδέλφους της.
Η Καίτη (Αικατερίνη) Λαμπροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Αυγούστου 1926, αλλά μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε μετακομίσει η οικογένειά της λόγω των εμπορικών δραστηριοτήτων του πατέρα της.Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας Λαμπροπούλου με πρώτο τον αδερφό της Ηρακλή και τρίτη την αδερφή της Τοτό.
Το 1942, ενώ ήταν ακόμη μαθήτρια, ξεκίνησε μαθήματα υποκριτικής στο θέατρο Τέχνης, κρυφά από την οικογένειά της. Συμμετείχε στην πρώτη παράσταση του Θεάτρου Τέχνης μαζί με τον Κάρολο Κουν, την σεζόν 1942-1943, στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν. Ήταν ένα ζουμερό κορίτσι και παρέμεινε μια ευτραφής κυρία. Την εποχή εκείνη της είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «ζαχαρομπακλαβάς».
Με το Θέατρο Τέχνης συνεργάστηκε στα έργα «Σουάνεβιτ» του Στρίντμπεργκ, «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλο, «Κωνσταντίνου και Ελένης» του Σεβαστίκογλου, «Βυσσινόκηπος» του Τσέχοφ, «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου, «Το πρώτο έργο της Φάννυ» του Σω, «Δεν μπορείς να ξέρεις» του Σω, «Χαρούμενα νιάτα» του Πιζέ, «Βρικόλακες» του Ίψεν.
Στη συνέχεια, συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Ροντήρη και πήρε μέρος στις παραστάσεις: «Φοιτηταί» του Ξενόπουλου, «Ζητείται υπηρέτης» του Μπάμπη Άννινου, «Συρανό ντε Μπερζεράκ» του Ροστάν «Το φιντανάκι» του Παντελή Χορν, «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι, «Ο Κατά Φαντασίαν Ασθενής» Μολιέρου, «Οι Εύθυμες Κυράδες του Ουίνδσορ» του Σέξπιρ κ.ά. Ακολούθησε τον Ροντήρη στην Ελληνική Σκηνή, αλλά συνεργάστηκε και με άλλους θιάσους σε πολλές παραστάσεις.
Στον κινηματογράφο έκανε την πρώτη της εμφάνιση το 1951 στην δραματική ταινία του Νίκου Τσιφόρου «Το παιδί μου πρέπει να ζήσει». Το 1956, πρωταγωνίστησε στον ρόλο της Κρουστάλλως δίπλα στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στο βουκολικό δράμα του Ηλία Παρασκευά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», που ήταν η πρώτη έγχρωμη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου.
Ξεχώρισε για τις ερμηνείες της σε ταινίες όπως «Ένα βότσαλο στη λίμνη» (1952), «Ο ζηλιαρόγατος» (1956), «Μανταλένα» (1960), «Τρίτη και 13» (1963), «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» (1971), «Η Αλίκη δικτάτωρ» (1972) και «Η Μαρία της σιωπής» (1973). Εμφανίστηκε σε πολλές τηλεοπτικές σειρές καθώς και στο περίφημο «Θέατρο της Δευτέρας».
Στις 20 Δεκεμβρίου 2004, απονεμήθηκε στην ίδια και τη Σμαρούλα Γιούλη το έπαθλο «Κυβέλη» για τη συνολική τους θεατρική προσφορά.
Η Καίτη Λαμπροπούλου πέθανε στις 31 Ιανουαρίου 2011, σε ηλικία 84 ετών. Μέχρι τον θάνατό του ήταν παντρεμένη με τον δημοσιογράφο και ιστορικό Γεώργιο Ρούσσο (1910-1984).
ΠΗΓΗ: sansimera.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου