Αρχικά, είναι μάλλον επικίνδυνο και “αντιπαραδοσιακό” στις πονηρές
ημέρες που διανύουμε, ημέρες αντιχρίστων και προγονολατρών, αμοραλιστών
και νεοεποχιτών, να ισχυριστεί κανείς πως δεν είναι, ιδιαίτερα εν
ιερατική περιβολή και συνειδήσει.
Προσωπικά, δεν αμφιβάλω για το ότι οι τρεις κορυφαίοι διδάσκαλοι και ποιμένες της Εκκλησίας διέσωσαν και διέδοσαν την αξία των ελληνικών γραμμάτων, “όπως αν ωφελοίντο” οι χριστιανοί νέοι κάθε εποχής απ’ αυτά και μάλιστα με νύχια και με δόντια αποδαιμονοποίησαν την ελληνική διανόηση, σε καιρούς που απλώς η εκκλησιαστική συνείδηση την αντιμετώπιζε σαν ύποπτα ειδωλολατρικά συγγράμματα και ιδέες που βλασφημούσαν τον Λόγο. Ειδικά, όταν κάποιοι προγονόπληκτοι πιστεύουν και ομολογούν εν πλήρει συνειδήσει τον εξεβραϊσμό των ελληνικών μαζών, με κύριους μοχλούς την πολεμική των τριών πατέρων και τον “επαχθή σημιτισμό τους”, που κόστισε στους ημέτερους την ίδια την πολιτιστική τους ταυτότητα. Άσχετο βέβαια, αν αυτοί οι τρεις άγιοι “παπούληδες”, οι των πτωχών υπερασπιστές και φωνές του δίκιου και της αλήθειας, οι εικόνες της πραότητας, τα σώματα της αυτοπροσφοράς και της κενωτικής θυσίας, οι νόες της υψηλότατης διανόησης που πήγαν την αρχαία κληρονομημένη γνώση παραπέρα, μόνο σφαγείς φιλοσόφων και παρακινητές βιαιοπραγιών δεν υπήρξαν. Πώς άλλωστε; Το μεγαλύτερο μέρος του βίου τους το περνούσαν μεταξύ λεπροκομείων και εξορίας, μεταξύ διωγμών και θλίψεων και αυτοπροσφοράς. Οι Ιουλιανοί κάθε εποχής, ως παρωπιδοφόροι ονειροπαρμένοι μιας μπουρλέσκ κωμωδίας, ψώνια και μισητές εκ φύσεως ποτέ δεν συγχώρησαν ίσως στην ίδια την μητέρα τους την πυθιακή της προφητεία “απέσβετο γαρ λάλον ύδωρ…”. Ούτως ειπείν, είναι δυσκολοχώνευτο για τον ανώτερο ελληναρά να εννοήσει πως η “θεολογία” των ορέξεων του Δία και της παρθενοκεντρικής υστερίας της Παλλάδας, θεολογία που δικαιώνει ταπεινά ένστιχτα και πάθη, ήταν ιστορικά και πνευματικά αναπόφευκτο να αντικατασταθεί με την θεολογία της θυσίας του Σταυρού και της συγκινητικής αγνείας της Παρθένου Μαρίας.
Αντιγράφω από το site, matia.gr:
“Την εορτή των Τριών Ιεραρχών καθιέρωσε ο Αλέξιος Κομνηνός το 1100 μ.Χ., αφενός για να τιμηθούν οι τρεις μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας κι αφετέρου για να σταματήσουν οι διαμάχες και φιλονικίες μεταξύ των πιστών σχετικά με το ποιος από τους τρεις Αγίους (Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος) είναι ο πιο σπουδαίος και ο πιο μεγάλος. Οι πιστοί χωρίστηκαν σε ομάδες, ανάλογα με ποιον Άγιο θεωρούσαν πιο σημαντικό. Αυτοί που υποστήριζαν ότι πιο σημαντικός είναι ο Μέγας Βασίλειος αυτοαποκαλούνταν Βασιλείται, αυτοί που υποστήριζαν ότι ήταν ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αυτοαποκαλούνταν Γρηγορίται και τέλος αυτοί που υποστήριζαν ότι ήταν πιο σημαντικός ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αυτοαποκαλούνταν Ιωαννίται.
Έξι αιώνες αργότερα, το 1826 μ.Χ. ο Δημήτριος Φρειδερίκος Γκίλφορντ, ιδρυτής της Ιονίου Ακαδημίας, και ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος καθιέρωσαν την ημέρα της εορτής των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα αφιερωμένη στην Ελληνική και Επτανησιακή Παιδεία. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, το 1842 μ.Χ. το πανεπιστήμιο Αθηνών καθιέρωσε για όλη την ελεύθερη Ελλάδα την εορτή των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα αφιερωμένη στην Παιδεία και στα Γράμματα. Από τότε ως σήμερα, οι Τρεις Ιεράρχες θεωρούνται προστάτες των μαθητών, των φοιτητών και των σπουδαζόντων εν γένει, και η μέρα εορτής τους είναι σχολική αργία.
Τέλος να σημειώσουμε ότι την Θεία Λειτουργία που τελείται την ημέρα των Τριών Ιεραρχών έγραψε ο επίσκοπος Ιωάννης ο Ευχαΐτων (γνωστός και ως Ιωάννης Μελανόπους ή Μαυρόπους), σύγχρονος του Αλεξίου Κομνηνού.
* * *
Καλά μέχρι εδώ. Είναι λοιπόν μια σχολική εορτή θεσμοθετημένη από ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα και μάλιστα σε ένα περιορισμένο γεωγραφικό και ιστορικό χώρο: την Ελλάδα, την εν αυτή εκκλησία και γενικότερα του εορτή παιδείας του απανταχού της γης ελληνισμού.
Ακόμα και σήμερα, 185 χρόνια μετά παραμένει όχι μόνο στην εθνική αλλά και στην εκκλησιαστική συνείδηση, ως ημέρα σχολικής αργίας και ημέρα της ελληνικής παιδείας. Είναι όμως μόνο τέτοια; Όχι. Η εορτή των τριών ιεραρχών δεν είναι μια σχολική αργία, δεν είναι η ημέρα τιμής της προστάτιδος τριάδος των ελληνικών γραμμάτων. Ή τουλάχιστον πιο απλά και με ορθή ακρίβεια δεν είναι ΜΟΝΟΝ τέτοια. Mπορεί επίσης κάποιος άνετα να ισχυριστεί πως μόνο κατά ιστορική οικονομική παραχώρηση είναι τέτοια και δεν θα λείψει ποτέ στην ορθοδοξία, όταν και αν καταργηθεί σαν εορτή της ελληνικής παιδείας, και πάλι να ορθολογεί. Η εορτή των τριών ιεραρχών δεν είναι πρώτιστα μια γιορτή ελληνική, μια εορτή ελλαδίτικης υπερηφάνειας και επινόησης. Είναι η εορτή και μνήμη τριών διδασκάλων και ποιμένων της Εκκλησίας. Είναι μια “αρχαία”, “βυζαντινή” γιορτή, μια ακόμα μνήμη αγίων, σπουδαίων αγίων, μεγάλων αγίων, που χαρακτηρίζεται από όλη την θεολογία, την σημειολογία και την σπουδαιότητα της ορθόδοξης μνήμης αγίων, της ορθόδοξης λατρευτικής σύναξης για να τιμηθούν τρία κορυφαία άγια πρόσωπα της ορθοδοξίας.
Η αναχρονιστική και ανακριβής εμμονή στο σχολικό και περιορισμένο ελλαδίτικο (γιατί όχι και ελληνιστικό) χαρακτήρα της εορτής πρέπει κάποια στιγμή να αποτελέσει παρελθόν στην κοινή ορθόδοξη συνείδηση. Όταν ερχόμαστε στην σύναξη, κλήρος και λαός για να τιμήσουμε τους τρεις πατέρες, και αυτό όπως είδαμε συνέβαινε αιώνες πριν το 1826 μ.Χ. και εκτός αυστηρά ελλαδικού χώρου, ερχόμαστε όχι για να τιμήσουμε μόνο τρεις σοφούς ελληνιστές του παρελθόντος, με πνεύμα και ήθος εθνικιστικής περηφάνειας και ελληνοφρένειας, αλλά συνερχόμαστε για να τιμήσουμε: “οι φιλόσοφοι τους σοφούς, οι Ιερείς τους ποιμένας, οι αμαρτωλοί τους προστάτας, οι πένητες τους πλουτιστάς, οι εν θλίψεσι τους παραμυθούντας, τους συνοδίτας οι οδοιπόροι, οι εν θαλάσση τους κυβερνήτας, οι πάντες τους πανταχού θερμώς προφθάνοντας, θείους Αρχιεράρχας”, κατά την υμνολογία της εορτής. Είναι εμμονή και αποτέλεσμα ενός διαστρεβλωμένου ,κοσμικού, κόλακος “χριστιανισμού”, η διαρκής επανάληψη και η παθογένεια της εμμονής στον σχολικό-παιδαγωγικό χαρακτήρα της εορτής. Τα κηρύγματα θεολόγων συναδέλφων και ιερέων εκείνη την ημέρα τονίζουν και ξανατονίζουν, πως οι τρεις διδάσκαλοι υπήρξαν σοφοί, μορφωμένοι, διανοητές ”νέοι δημοσθένεις και πλάτωνες”, “πατέρες του ευρωπαϊκού πολιτισμού” και τα συναφή και ένας συμπαθέστατος αδελφός είπε και το εξής γραφικό εν πλήρει ενθουσιασμώ και υποτυπώδη κολακεία: ”πρόδρομοι του ευρωπαϊκού διαφωτισμού”.(…!)
Και αναρωτιέται κανείς: Καλά… οι τρεις άγιοι δεν υπήρξαν θεολόγοι και μάλιστα καθοριστικοί εισηγητές και αναμορφωτές της ανατολικής θεολογικής σκέψης, αλλά και της παγκόσμιας; Δεν υπήρξαν φιλάνθρωποι, λειτουργοί, ασκητές, νηπτικοί, μοναχοί, ευεργέτες, θαυματουργοί “ιατροί της ψυχής και του σώματος”; Δεν έκτισαν βασιλειάδες και δεν έδωσαν πρότυπα αγωνιστικού και κοινωνιστικού βίου και θάρρους; Δεν υπήρξαν βαθείς ανθρωπολόγοι και εραστές και μύστες της ορθόδοξης θεολογίας και ανθρωπολογίας; Δεν υπήρξαν λάτρεις και προσευχητές, κατηχητές και διδάσκαλοι ασφαλείς της θεολογίας, πρόμαχοι της ορθοδοξίας και “καθαιρέτες Αρείου”; Υπήρξαν μόνο ρήτορες, φιλόσοφοι και ποιητές; Υπήρξαν μόνο σαν επιστήμονες και τεχνολόγοι, όπως ο σύγχρονός τους Λιβάνιος και ο μεταγενέστερός τους Βαρλαάμ; Μήπως ήταν απλώς “φωτισμένες διάνοιες” σαν τον Ακινάτη και σχολαστικοί καταγραφείς του επιστητού; Δεν νήστεψαν; Δεν ποίμαναν ψυχές; Δεν πολέμησαν με τον αρχέκακο εχθρό ενώπιος ενωπίω στην προσωπική τους έρημο; Δεν ήλεγξαν Ιουλιανούς και Ευδοξίες δηλ. τους προδρόμους του σημερινού διεφθαρμένου κατεστημένου και υπερκράτους; Ήταν μόνο οι γλυκείς και ηθικοί διδάσκαλοι που πήραν από το χέρι τους μαθητές για να τους διδάξουν την οξεία και την περισπωμένη; Δεν εντόπισαν και δεν στηλίτευσαν την απάτη της ιδιοκτησίας, της απληστίας και του πλούτου; Μήπως δεν φίλησαν λεπρούς και δεν θαυματούργησαν επί αρρώστων; Η μήπως οι αγιοτικές και συναξαριακές διηγήσεις είναι απλά απαρχαιωμένες, παπαδίστικες μπαρούφες συντηρητισμού, ήτοι γραφικά παραμύθια που δεν αξίζουν αναφοράς, ιδιαίτερα σε συνεστιάσεις διδασκάλων και παρουσία επιστημόνων και “μορφωμένων ανθρώπων”; Πάντως, δεν μπορώ να πω… ενίοτε τονίζεται στα κηρύγματα και η φιλανθρωπική διακονία των τριών ιεραρχών. Ίσως μόνον όταν θεσμοθετούμε πολιτική θεολογία ή όταν προβάλουμε ηθικιστικό λόγο αυτοπροβολής, ως “διάδοχοί” τους, στα “έργα αγάπης” που διαφημίζουν τον ασήμαντο εαυτούλη μας.
Κλείνουμε με τα ίδια τα λόγια του μεγάλου Βασιλείου, που είναι χαρακτηριστικά για το θέμα και αποδεικνύουν απατηλή την στάση της εν λόγω μονομέρειας και κολακείας μας:
«Εγώ, (γράφει), αφού ξόδεψα πολύν καιρόν στα μάταια πράγματα, κι αφού όλη σχεδόν τη νεότητά μου τη χάλασα με το να κοπιάζω για πράγματα ανώφελα (αδιαφόρετα), καταγινόμενος να μελετώ τα μαθήματα της «παρά του Θεού μωρανθείσης σοφίας», επειδή κάποτε ξύπνησα σαν να κοιμόμουνα σε βαθύν ύπνο, και άνοιξα τα μάτια μου στο θαυμαστό φως της αληθείας του Ευαγγελίου κ’ είδα καλά πως ήτανε άχρηστη «η σοφία των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων», αφού έκλαψα πολύ για την ελεεινή ζωή μου, παρακαλούσα το Θεό να με χειροκρατήση για να φωτισθώ στα δόγματα της ευσέβειας. Και πριν απ’ όλα προσπάθησα να αποκτήσω κάποια ηθική διόρθωση, επειδή είχε πάθει μεγάλη διαστροφή η ψυχή μου από τη συναναστροφή μου με τους κακούς ανθρώπους. Διάβασα λοιπόν το Ευαγγέλιο, και σαν είδα πως εκεί μέσα είναι γραμμένο πως συντείνει πολύ στη σωτηρία του ανθρώπου το να πουλήση τα υπάρχοντά του και να τα μοιράση στους φτωχούς αδελφούς του και να ζη χωρίς να φροντίζη καθόλου για τούτη τη ζωή, και να μην προσηλώνεται η ψυχή στα επίγεια από καμμιά συμπάθεια, παρακαλούσα να εύρω κάποιον από τους αδελφούς που να διάλεξε αυτόν το δρόμο στη ζωή του, ώστε, μαζί μ’ αυτόν, να ταξιδέψω και να περάσω τούτη την περαστική φουρτούνα της ζωής».
Τους τρεις ιεράρχες θα τους τιμήσω σαν μωρός ταλιμπάν χριστιανός, απαλλαγμένος από αγκυλώσεις προοδευτισμού, προκαταλήψεις διανοουμενισμού και ελληναράδικα στεγανά, έτσι, όπως τιμάμε τον κάθε άγιο, μορφωμένο ή αμόρφωτο, με πλήρη και μόνη αναφορά στο πρόσωπο του Χριστού, στην ευχαριστηριακή σύναξη, με αναφορά τιμής στα πρότυπα της αγιότητας και όχι στα πρότυπα της κοσμικότητας, όπως ακριβώς την εποχή των Κομνηνών. Εν “βλακώδει” ρομαντισμώ, μα τιμία τη συνειδήσει…. Καλή φώτιση σε όλους τους βαυαρόπληκτους!
π. Παντελεήμονας Κρούσκος
orthodoxia
Προσωπικά, δεν αμφιβάλω για το ότι οι τρεις κορυφαίοι διδάσκαλοι και ποιμένες της Εκκλησίας διέσωσαν και διέδοσαν την αξία των ελληνικών γραμμάτων, “όπως αν ωφελοίντο” οι χριστιανοί νέοι κάθε εποχής απ’ αυτά και μάλιστα με νύχια και με δόντια αποδαιμονοποίησαν την ελληνική διανόηση, σε καιρούς που απλώς η εκκλησιαστική συνείδηση την αντιμετώπιζε σαν ύποπτα ειδωλολατρικά συγγράμματα και ιδέες που βλασφημούσαν τον Λόγο. Ειδικά, όταν κάποιοι προγονόπληκτοι πιστεύουν και ομολογούν εν πλήρει συνειδήσει τον εξεβραϊσμό των ελληνικών μαζών, με κύριους μοχλούς την πολεμική των τριών πατέρων και τον “επαχθή σημιτισμό τους”, που κόστισε στους ημέτερους την ίδια την πολιτιστική τους ταυτότητα. Άσχετο βέβαια, αν αυτοί οι τρεις άγιοι “παπούληδες”, οι των πτωχών υπερασπιστές και φωνές του δίκιου και της αλήθειας, οι εικόνες της πραότητας, τα σώματα της αυτοπροσφοράς και της κενωτικής θυσίας, οι νόες της υψηλότατης διανόησης που πήγαν την αρχαία κληρονομημένη γνώση παραπέρα, μόνο σφαγείς φιλοσόφων και παρακινητές βιαιοπραγιών δεν υπήρξαν. Πώς άλλωστε; Το μεγαλύτερο μέρος του βίου τους το περνούσαν μεταξύ λεπροκομείων και εξορίας, μεταξύ διωγμών και θλίψεων και αυτοπροσφοράς. Οι Ιουλιανοί κάθε εποχής, ως παρωπιδοφόροι ονειροπαρμένοι μιας μπουρλέσκ κωμωδίας, ψώνια και μισητές εκ φύσεως ποτέ δεν συγχώρησαν ίσως στην ίδια την μητέρα τους την πυθιακή της προφητεία “απέσβετο γαρ λάλον ύδωρ…”. Ούτως ειπείν, είναι δυσκολοχώνευτο για τον ανώτερο ελληναρά να εννοήσει πως η “θεολογία” των ορέξεων του Δία και της παρθενοκεντρικής υστερίας της Παλλάδας, θεολογία που δικαιώνει ταπεινά ένστιχτα και πάθη, ήταν ιστορικά και πνευματικά αναπόφευκτο να αντικατασταθεί με την θεολογία της θυσίας του Σταυρού και της συγκινητικής αγνείας της Παρθένου Μαρίας.
Αντιγράφω από το site, matia.gr:
“Την εορτή των Τριών Ιεραρχών καθιέρωσε ο Αλέξιος Κομνηνός το 1100 μ.Χ., αφενός για να τιμηθούν οι τρεις μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας κι αφετέρου για να σταματήσουν οι διαμάχες και φιλονικίες μεταξύ των πιστών σχετικά με το ποιος από τους τρεις Αγίους (Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος) είναι ο πιο σπουδαίος και ο πιο μεγάλος. Οι πιστοί χωρίστηκαν σε ομάδες, ανάλογα με ποιον Άγιο θεωρούσαν πιο σημαντικό. Αυτοί που υποστήριζαν ότι πιο σημαντικός είναι ο Μέγας Βασίλειος αυτοαποκαλούνταν Βασιλείται, αυτοί που υποστήριζαν ότι ήταν ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αυτοαποκαλούνταν Γρηγορίται και τέλος αυτοί που υποστήριζαν ότι ήταν πιο σημαντικός ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αυτοαποκαλούνταν Ιωαννίται.
Έξι αιώνες αργότερα, το 1826 μ.Χ. ο Δημήτριος Φρειδερίκος Γκίλφορντ, ιδρυτής της Ιονίου Ακαδημίας, και ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος καθιέρωσαν την ημέρα της εορτής των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα αφιερωμένη στην Ελληνική και Επτανησιακή Παιδεία. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, το 1842 μ.Χ. το πανεπιστήμιο Αθηνών καθιέρωσε για όλη την ελεύθερη Ελλάδα την εορτή των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα αφιερωμένη στην Παιδεία και στα Γράμματα. Από τότε ως σήμερα, οι Τρεις Ιεράρχες θεωρούνται προστάτες των μαθητών, των φοιτητών και των σπουδαζόντων εν γένει, και η μέρα εορτής τους είναι σχολική αργία.
Τέλος να σημειώσουμε ότι την Θεία Λειτουργία που τελείται την ημέρα των Τριών Ιεραρχών έγραψε ο επίσκοπος Ιωάννης ο Ευχαΐτων (γνωστός και ως Ιωάννης Μελανόπους ή Μαυρόπους), σύγχρονος του Αλεξίου Κομνηνού.
* * *
Καλά μέχρι εδώ. Είναι λοιπόν μια σχολική εορτή θεσμοθετημένη από ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα και μάλιστα σε ένα περιορισμένο γεωγραφικό και ιστορικό χώρο: την Ελλάδα, την εν αυτή εκκλησία και γενικότερα του εορτή παιδείας του απανταχού της γης ελληνισμού.
Ακόμα και σήμερα, 185 χρόνια μετά παραμένει όχι μόνο στην εθνική αλλά και στην εκκλησιαστική συνείδηση, ως ημέρα σχολικής αργίας και ημέρα της ελληνικής παιδείας. Είναι όμως μόνο τέτοια; Όχι. Η εορτή των τριών ιεραρχών δεν είναι μια σχολική αργία, δεν είναι η ημέρα τιμής της προστάτιδος τριάδος των ελληνικών γραμμάτων. Ή τουλάχιστον πιο απλά και με ορθή ακρίβεια δεν είναι ΜΟΝΟΝ τέτοια. Mπορεί επίσης κάποιος άνετα να ισχυριστεί πως μόνο κατά ιστορική οικονομική παραχώρηση είναι τέτοια και δεν θα λείψει ποτέ στην ορθοδοξία, όταν και αν καταργηθεί σαν εορτή της ελληνικής παιδείας, και πάλι να ορθολογεί. Η εορτή των τριών ιεραρχών δεν είναι πρώτιστα μια γιορτή ελληνική, μια εορτή ελλαδίτικης υπερηφάνειας και επινόησης. Είναι η εορτή και μνήμη τριών διδασκάλων και ποιμένων της Εκκλησίας. Είναι μια “αρχαία”, “βυζαντινή” γιορτή, μια ακόμα μνήμη αγίων, σπουδαίων αγίων, μεγάλων αγίων, που χαρακτηρίζεται από όλη την θεολογία, την σημειολογία και την σπουδαιότητα της ορθόδοξης μνήμης αγίων, της ορθόδοξης λατρευτικής σύναξης για να τιμηθούν τρία κορυφαία άγια πρόσωπα της ορθοδοξίας.
Η αναχρονιστική και ανακριβής εμμονή στο σχολικό και περιορισμένο ελλαδίτικο (γιατί όχι και ελληνιστικό) χαρακτήρα της εορτής πρέπει κάποια στιγμή να αποτελέσει παρελθόν στην κοινή ορθόδοξη συνείδηση. Όταν ερχόμαστε στην σύναξη, κλήρος και λαός για να τιμήσουμε τους τρεις πατέρες, και αυτό όπως είδαμε συνέβαινε αιώνες πριν το 1826 μ.Χ. και εκτός αυστηρά ελλαδικού χώρου, ερχόμαστε όχι για να τιμήσουμε μόνο τρεις σοφούς ελληνιστές του παρελθόντος, με πνεύμα και ήθος εθνικιστικής περηφάνειας και ελληνοφρένειας, αλλά συνερχόμαστε για να τιμήσουμε: “οι φιλόσοφοι τους σοφούς, οι Ιερείς τους ποιμένας, οι αμαρτωλοί τους προστάτας, οι πένητες τους πλουτιστάς, οι εν θλίψεσι τους παραμυθούντας, τους συνοδίτας οι οδοιπόροι, οι εν θαλάσση τους κυβερνήτας, οι πάντες τους πανταχού θερμώς προφθάνοντας, θείους Αρχιεράρχας”, κατά την υμνολογία της εορτής. Είναι εμμονή και αποτέλεσμα ενός διαστρεβλωμένου ,κοσμικού, κόλακος “χριστιανισμού”, η διαρκής επανάληψη και η παθογένεια της εμμονής στον σχολικό-παιδαγωγικό χαρακτήρα της εορτής. Τα κηρύγματα θεολόγων συναδέλφων και ιερέων εκείνη την ημέρα τονίζουν και ξανατονίζουν, πως οι τρεις διδάσκαλοι υπήρξαν σοφοί, μορφωμένοι, διανοητές ”νέοι δημοσθένεις και πλάτωνες”, “πατέρες του ευρωπαϊκού πολιτισμού” και τα συναφή και ένας συμπαθέστατος αδελφός είπε και το εξής γραφικό εν πλήρει ενθουσιασμώ και υποτυπώδη κολακεία: ”πρόδρομοι του ευρωπαϊκού διαφωτισμού”.(…!)
Και αναρωτιέται κανείς: Καλά… οι τρεις άγιοι δεν υπήρξαν θεολόγοι και μάλιστα καθοριστικοί εισηγητές και αναμορφωτές της ανατολικής θεολογικής σκέψης, αλλά και της παγκόσμιας; Δεν υπήρξαν φιλάνθρωποι, λειτουργοί, ασκητές, νηπτικοί, μοναχοί, ευεργέτες, θαυματουργοί “ιατροί της ψυχής και του σώματος”; Δεν έκτισαν βασιλειάδες και δεν έδωσαν πρότυπα αγωνιστικού και κοινωνιστικού βίου και θάρρους; Δεν υπήρξαν βαθείς ανθρωπολόγοι και εραστές και μύστες της ορθόδοξης θεολογίας και ανθρωπολογίας; Δεν υπήρξαν λάτρεις και προσευχητές, κατηχητές και διδάσκαλοι ασφαλείς της θεολογίας, πρόμαχοι της ορθοδοξίας και “καθαιρέτες Αρείου”; Υπήρξαν μόνο ρήτορες, φιλόσοφοι και ποιητές; Υπήρξαν μόνο σαν επιστήμονες και τεχνολόγοι, όπως ο σύγχρονός τους Λιβάνιος και ο μεταγενέστερός τους Βαρλαάμ; Μήπως ήταν απλώς “φωτισμένες διάνοιες” σαν τον Ακινάτη και σχολαστικοί καταγραφείς του επιστητού; Δεν νήστεψαν; Δεν ποίμαναν ψυχές; Δεν πολέμησαν με τον αρχέκακο εχθρό ενώπιος ενωπίω στην προσωπική τους έρημο; Δεν ήλεγξαν Ιουλιανούς και Ευδοξίες δηλ. τους προδρόμους του σημερινού διεφθαρμένου κατεστημένου και υπερκράτους; Ήταν μόνο οι γλυκείς και ηθικοί διδάσκαλοι που πήραν από το χέρι τους μαθητές για να τους διδάξουν την οξεία και την περισπωμένη; Δεν εντόπισαν και δεν στηλίτευσαν την απάτη της ιδιοκτησίας, της απληστίας και του πλούτου; Μήπως δεν φίλησαν λεπρούς και δεν θαυματούργησαν επί αρρώστων; Η μήπως οι αγιοτικές και συναξαριακές διηγήσεις είναι απλά απαρχαιωμένες, παπαδίστικες μπαρούφες συντηρητισμού, ήτοι γραφικά παραμύθια που δεν αξίζουν αναφοράς, ιδιαίτερα σε συνεστιάσεις διδασκάλων και παρουσία επιστημόνων και “μορφωμένων ανθρώπων”; Πάντως, δεν μπορώ να πω… ενίοτε τονίζεται στα κηρύγματα και η φιλανθρωπική διακονία των τριών ιεραρχών. Ίσως μόνον όταν θεσμοθετούμε πολιτική θεολογία ή όταν προβάλουμε ηθικιστικό λόγο αυτοπροβολής, ως “διάδοχοί” τους, στα “έργα αγάπης” που διαφημίζουν τον ασήμαντο εαυτούλη μας.
Κλείνουμε με τα ίδια τα λόγια του μεγάλου Βασιλείου, που είναι χαρακτηριστικά για το θέμα και αποδεικνύουν απατηλή την στάση της εν λόγω μονομέρειας και κολακείας μας:
«Εγώ, (γράφει), αφού ξόδεψα πολύν καιρόν στα μάταια πράγματα, κι αφού όλη σχεδόν τη νεότητά μου τη χάλασα με το να κοπιάζω για πράγματα ανώφελα (αδιαφόρετα), καταγινόμενος να μελετώ τα μαθήματα της «παρά του Θεού μωρανθείσης σοφίας», επειδή κάποτε ξύπνησα σαν να κοιμόμουνα σε βαθύν ύπνο, και άνοιξα τα μάτια μου στο θαυμαστό φως της αληθείας του Ευαγγελίου κ’ είδα καλά πως ήτανε άχρηστη «η σοφία των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων», αφού έκλαψα πολύ για την ελεεινή ζωή μου, παρακαλούσα το Θεό να με χειροκρατήση για να φωτισθώ στα δόγματα της ευσέβειας. Και πριν απ’ όλα προσπάθησα να αποκτήσω κάποια ηθική διόρθωση, επειδή είχε πάθει μεγάλη διαστροφή η ψυχή μου από τη συναναστροφή μου με τους κακούς ανθρώπους. Διάβασα λοιπόν το Ευαγγέλιο, και σαν είδα πως εκεί μέσα είναι γραμμένο πως συντείνει πολύ στη σωτηρία του ανθρώπου το να πουλήση τα υπάρχοντά του και να τα μοιράση στους φτωχούς αδελφούς του και να ζη χωρίς να φροντίζη καθόλου για τούτη τη ζωή, και να μην προσηλώνεται η ψυχή στα επίγεια από καμμιά συμπάθεια, παρακαλούσα να εύρω κάποιον από τους αδελφούς που να διάλεξε αυτόν το δρόμο στη ζωή του, ώστε, μαζί μ’ αυτόν, να ταξιδέψω και να περάσω τούτη την περαστική φουρτούνα της ζωής».
Τους τρεις ιεράρχες θα τους τιμήσω σαν μωρός ταλιμπάν χριστιανός, απαλλαγμένος από αγκυλώσεις προοδευτισμού, προκαταλήψεις διανοουμενισμού και ελληναράδικα στεγανά, έτσι, όπως τιμάμε τον κάθε άγιο, μορφωμένο ή αμόρφωτο, με πλήρη και μόνη αναφορά στο πρόσωπο του Χριστού, στην ευχαριστηριακή σύναξη, με αναφορά τιμής στα πρότυπα της αγιότητας και όχι στα πρότυπα της κοσμικότητας, όπως ακριβώς την εποχή των Κομνηνών. Εν “βλακώδει” ρομαντισμώ, μα τιμία τη συνειδήσει…. Καλή φώτιση σε όλους τους βαυαρόπληκτους!
π. Παντελεήμονας Κρούσκος
orthodoxia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου